αίολος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν αίολα· δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ. αστήρικτος, αθεμελίωτος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αίόλος «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ. ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αἰόλος > αἴολος. Βλ. κ. Αιολείς].
Έωλα ΕΩΛΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήαίολος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν αίολα· δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ. αστήρικτος, αθεμελίωτος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αίόλος «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ. ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αἰόλος > αἴολος. Βλ. κ. Αιολείς].
ΑπάντησηΔιαγραφή