Από το ETERNITY:
«Μία πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή ή κλειστή», είναι ο τίτλος θεατρικού έργου του Alfred de Musset, ο οποίος αποτυπώνει εύστοχα τις σκέψεις της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ σχετικά με την χώρα μας. Η κ. Μέρκελ θα πρέπει να αποφασίσει μέχρι την Παρασκευή, όπου θα συναντηθεί με τον έλληνα πρωθυπουργό, πως θα αντιμετωπίσει το ελληνικό πρόβλημα. Θα δώσει μία ακόμη ευκαιρία στην Ελλάδα για προσαρμογή και ανάκαμψη εντός ευρωζώνης ή θα της δείξει την πόρτα της εξόδου; Πάντως η γερμανίδα καγκελάριος έθεσε χαμηλότερα τον πήχη της προγραμματισμένης συνάντησής της με τον Έλληνα πρωθυπουργό, δηλώνοντας ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται αποφάσεις από τη συνάντηση της Παρασκευής.
Στη διάρκεια του ταξιδιού της στη Μολδαβία, η Γερμανία αξιωματούχος υπογράμμισε ότι δεν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις προτού εξεταστεί η έκθεση προόδου που συντάσσει η τρόικα για το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Μία ημέρα πριν τη συνάντηση με τον Αντώνη Σαμαρά, η κ. Μέρκελ θα υποδεχτεί στο Βερολίνο με το Φρανσουά Ολάντ. Οι δυο ηγέτες θα επιδιώξουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους για τη μελλοντική πορεία της κρίσης της ευρωζώνης, καθώς και για το πώς θα αντιμετωπίσουν την επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Όμως το χάσμα που χωρίζει τις δύο χώρες είναι εμφανές, καθώς άρχισαν οι διαφωνίες, για το εάν θα πραγματοποιηθεί συνέντευξή τύπου. Το Παρίσι εμφανίζεται υπέρ της συνέντευξης, ενώ το Βερολίνο θεωρεί πως δεν είναι αναγκαίο.
Χάνει πόντους ο Ολάντ
Ο γάλλος πρόεδρος θα μεταβεί στο Βερολίνο με όχι και την καλύτερη διάθεση. Και αυτό διότι έχει αρχίσει να δέχεται για πρώτη φορά πυρά από την ίδια του την παράταξη. Ακόμη και οι κεντροαριστερές εφημερίδες άσκησαν έντονη κριτική στην «πολύ μέτρια» αντιμετώπισή του όσον αφορά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γαλλία και η ΕΕ. Η Liberation και η ευνοϊκή προς τον Ολάντ Le Monde έχουν αρχίσει να κάνουν λόγο για διστακτική στάση και «ακινησία».
Με την οικονομία να λιμνάζει και χιλιάδες θέσεις εργασίας να απειλούνται, ο Ολάντ ακόμη δεν έχει εξηγήσει πώς θα υλοποιήσει τις εμφανώς αντιφατικές προεκλογικές του υποσχέσεις για ανάκαμψη ενόσω παράλληλα θα μειώσει το έλλειμμα του γαλλικού προϋπολογισμού σε 3% τον επόμενο χρόνο. Οι επικριτές του, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο αριστερός Ζαν Λικ Μελανσόν, λένε ότι η εμμονή του Ολάντ να ακολουθήσει ένα χαμηλών τόνων στιλ διακυβέρνησης, αντί να ασχοληθεί με ζητήματα ουσίας έχει αρχίσει να του κοστίζει πολιτικά.
Η απάντηση του Ολάντ σε αυτές τις επιθέσεις ήταν για άλλη μια φορά κατά κύριο λόγο στιλιστική. Αφότου επέστρεψε από τις διακοπές μια εβδομάδα νωρίτερα από ό,τι συνηθίζεται για τους γάλλους προέδρους, με ένα απλό σιδηροδρομικό δρομολόγιο, δήλωσε απλώς στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν ότι η έναρξη του πολιτικού έτους ξεκινάει τώρα.
Παρόλο που η γαλλική οικονομία υπήρξε στατική κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους και ενδέχεται να συρρικνωθεί ελαφρά κατά το τρίτο, ο Ολάντ και ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί επιμένουν να βασιστεί το σχέδιο για το προϋπολογισμό του 2013 σε μια πρόβλεψη που θέλει να υπάρχει του χρόνου ανάπτυξη της τάξης του 1,2%. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η Γαλλία θα είναι τυχερή αν καταφέρει να επιδείξει ανάπτυξη της τάξης του 0,7%. Μέχρι στιγμής οι διεθνείς αγορές έχουν υπάρξει καλές με την κυβέρνηση Ολάντ. Η Γαλλία μέχρι στιγμής δανείζεται με επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, όμως αυτό θα μπορούσε να αλλάξει άρδην σε περίπτωση που η Γαλλία αποτύχει στην επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων του 3%. Ταυτόχρονα όμως, η κυβέρνηση Ολάντ περνάει μια κρίση «εικόνας» μετά το κύμα εξώσεων εκατοντάδων Ρομά από τους αυτοσχέδιους καταυλισμούς όπου διέμεναν προκαλώντας τις κατηγορίες πολλών πολιτών που εύστοχα υποστηρίζουν ότι ο αριστερός Ολάντ συνεχίζει τις πρακτικές του συντηρητικού δεξιού προκατόχου Νικολά Σαρκοζί στις διώξεις μειονοτικών ομάδων.
Ο γάλλος πρόεδρος θα μεταβεί στο Βερολίνο με όχι και την καλύτερη διάθεση. Και αυτό διότι έχει αρχίσει να δέχεται για πρώτη φορά πυρά από την ίδια του την παράταξη. Ακόμη και οι κεντροαριστερές εφημερίδες άσκησαν έντονη κριτική στην «πολύ μέτρια» αντιμετώπισή του όσον αφορά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γαλλία και η ΕΕ. Η Liberation και η ευνοϊκή προς τον Ολάντ Le Monde έχουν αρχίσει να κάνουν λόγο για διστακτική στάση και «ακινησία».
Με την οικονομία να λιμνάζει και χιλιάδες θέσεις εργασίας να απειλούνται, ο Ολάντ ακόμη δεν έχει εξηγήσει πώς θα υλοποιήσει τις εμφανώς αντιφατικές προεκλογικές του υποσχέσεις για ανάκαμψη ενόσω παράλληλα θα μειώσει το έλλειμμα του γαλλικού προϋπολογισμού σε 3% τον επόμενο χρόνο. Οι επικριτές του, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο αριστερός Ζαν Λικ Μελανσόν, λένε ότι η εμμονή του Ολάντ να ακολουθήσει ένα χαμηλών τόνων στιλ διακυβέρνησης, αντί να ασχοληθεί με ζητήματα ουσίας έχει αρχίσει να του κοστίζει πολιτικά.
Η απάντηση του Ολάντ σε αυτές τις επιθέσεις ήταν για άλλη μια φορά κατά κύριο λόγο στιλιστική. Αφότου επέστρεψε από τις διακοπές μια εβδομάδα νωρίτερα από ό,τι συνηθίζεται για τους γάλλους προέδρους, με ένα απλό σιδηροδρομικό δρομολόγιο, δήλωσε απλώς στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν ότι η έναρξη του πολιτικού έτους ξεκινάει τώρα.
Παρόλο που η γαλλική οικονομία υπήρξε στατική κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους και ενδέχεται να συρρικνωθεί ελαφρά κατά το τρίτο, ο Ολάντ και ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί επιμένουν να βασιστεί το σχέδιο για το προϋπολογισμό του 2013 σε μια πρόβλεψη που θέλει να υπάρχει του χρόνου ανάπτυξη της τάξης του 1,2%. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η Γαλλία θα είναι τυχερή αν καταφέρει να επιδείξει ανάπτυξη της τάξης του 0,7%. Μέχρι στιγμής οι διεθνείς αγορές έχουν υπάρξει καλές με την κυβέρνηση Ολάντ. Η Γαλλία μέχρι στιγμής δανείζεται με επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, όμως αυτό θα μπορούσε να αλλάξει άρδην σε περίπτωση που η Γαλλία αποτύχει στην επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων του 3%. Ταυτόχρονα όμως, η κυβέρνηση Ολάντ περνάει μια κρίση «εικόνας» μετά το κύμα εξώσεων εκατοντάδων Ρομά από τους αυτοσχέδιους καταυλισμούς όπου διέμεναν προκαλώντας τις κατηγορίες πολλών πολιτών που εύστοχα υποστηρίζουν ότι ο αριστερός Ολάντ συνεχίζει τις πρακτικές του συντηρητικού δεξιού προκατόχου Νικολά Σαρκοζί στις διώξεις μειονοτικών ομάδων.
Θα τραβήξει την πρήζα;
Όσον αφορά την Ελλάδα, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης τονίζουν πως η Μέρκελ βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: Αν θα θέσει σε κίνδυνο το Ευρώ ή την ίδια της την κυβέρνηση. Η Wall Street Journal θεωρεί απίθανο η Γερμανίδα καγκελάριος να τραβήξει την πρίζα από την Ελλάδα αυτό το φθινόπωρο. Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει η κα Μέρκελ, δεν έχει αποφασίσει ακόμα, πώς θα κρατήσει την Ελλάδα στη ζωή.
Στη γερμανική καγκελαρία πιστεύουν ότι μία ελληνική χρεοκοπία και ένα grexit θα κόστιζε περισσότερο ενώ ο αντίκτυπος του στις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης θα ήταν μεγαλύτερος από ότι πιστεύουν πολλοί νομικοί κύκλοι. Η κα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, γνωρίζουν ακόμα το κλίμα δυσαρέσκειας κατά του Βερολίνου που εντείνεται στις χώρες της νότιας Ευρώπης και δεν θέλουν να εμφανισθεί η Γερμανία ως η χώρα που σπρώχνει την Ελλάδα έξω από το ευρώ.
Όπως αναφέρει σε σχετικό της δημοσίευμα η WSJ, η ελληνική κυβέρνηση, είναι πιθανό να χρειασθεί επιπλέον κεφάλαια για να αποφύγει τη χρεοκοπία και επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί η Αθήνα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ευρώ. Κάτι τέτοιο, όμως γράφει η WSJ θα πλήξει και τις άλλες εύθραστες οικονομίες της Ευρωζώνης και θα στείλει στις αγορές το μήνυμα ότι το ευρώ είναι αναστρέψιμο.
Τα σχετικά δημοσιεύματα υπογραμμίζουν ιδιαίτερα τις αντιδράσεις που βρίσκει η Μέρκελ στο εσωτερικό της κυβέρνησης για μία πιθανή διεύρυνση της βοήθειας προς την Αθήνα και επισημαίνεται ότι οι όποιες αποφάσεις της θα εξαρτηθούν από δυο εξελίξεις. Πρώτον την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου για τον μόνιμο μηχανισμό στήριξης και δεύτερον την έκθεση της τρόικας επί του ελληνικού προγράμματος.
Ο εγκλωβισμός των Γερμανών
Οικονομικοί και πολιτικοί παρατηρητές επισημαίνουν πως οι Γερμανοί είναι εγκλωβισμένοι και σε ένα ακόμη δίλημμα. Από τη μία, η Γερμανία είναι η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που μπορεί να αντέξει τη γενική λιτότητα των προβληματικών χωρών, καθώς και το αποτέλεσμα της που δεν είναι άλλο από την πτώση της ζήτησης. Από την άλλη, δεν μπορεί απλά να ανεχθεί την ελληνικού τύπου αδιαφορία στη δημοσιονομική σύνεση. Η Γερμανία θα πρέπει να έχει μία δομική λύση, έτσι ώστε ως κάποιο βαθμό να διατηρήσει τη ζήτηση σε χώρες όπως η Ισπανία ή Ιταλία. Η Γερμανία θα πρέπει να δείξει ότι υπάρχουν συνέπειες για αυτούς που δεν συμμορφώνονται με την διαταγή χρηστής διαχείρισης του χρέους, χωρίς χρεοκοπία. Πάνω από όλα, οι Γερμανοί πρέπει να διατηρήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν μία ευρωπαϊκή ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Άρα, υπάρχει μία έμφυτη ένταση ανάμεσα στη διατήρηση του συστήματος και στην επιβολή πειθαρχίας.
Η Γερμανία έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως παράδειγμα. Η γερμανική κοινή γνώμη έχει, σε μεγάλο βαθμό, διαμορφωθεί ως προς την κατεύθυνση της ελληνικής διπροσωπίας και της γερμανικής αθωότητας. Η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, χρειάστηκε να διαμορφώσει τη συζήτηση κατά αυτό τον τρόπο, και το κατάφερε. Ο βαθμός κατά τον οποίο η γερμανική κοινή γνώμη έχει γνώση της πολυπλοκότητας ή των συνεπειών για τη Γερμανία, μίας γενικευμένης λιτότητας, είναι λιγότερο ξεκάθαρο. Η Μέρκελ θα πρέπει τώρα να ικανοποιήσει το γερμανικό κοινό που αμφισβητεί τις προσπάθειες διάσωσης και βλέπει την Ελλάδα απλά ως μία ανεύθυνη χώρα. Η συνθηκολόγηση της Ελλάδας της είναι απαραίτητη ως ένα θέμα της εσωτερικής πολιτικής σκηνής.
Η γερμανική κίνηση προς την κατεύθυνση αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας, έχει εγείρει τα εμπόδια της κρίσης χρέους σε ένα δραματικό επίπεδο. Ακόμη και αν οι Γερμανοί απλώς υπαναχωρήσουν σε αυτή τους την αξίωση, η ελληνική κοινή γνώμη θα έχει μείνει με την εντύπωση ότι η ελληνική δημοκρατία βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο. Ενώ η Ελλάδα μπορεί να έχει δανειστεί ανεύθυνα, εάν το τίμημα για αυτή τη συμπεριφορά είναι η ενδοτικότητα της εθνικής της κυριαρχίας σε έναν μη εκλεγμένο επίτροπο, αυτό το τίμημα όχι μόνο θα αποτελεί πρόκληση για τις ελληνικές αξίες, αλλά θα φέρει και την Ευρώπη σε μία νέα κρίση.
Όσον αφορά την Ελλάδα, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης τονίζουν πως η Μέρκελ βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: Αν θα θέσει σε κίνδυνο το Ευρώ ή την ίδια της την κυβέρνηση. Η Wall Street Journal θεωρεί απίθανο η Γερμανίδα καγκελάριος να τραβήξει την πρίζα από την Ελλάδα αυτό το φθινόπωρο. Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει η κα Μέρκελ, δεν έχει αποφασίσει ακόμα, πώς θα κρατήσει την Ελλάδα στη ζωή.
Στη γερμανική καγκελαρία πιστεύουν ότι μία ελληνική χρεοκοπία και ένα grexit θα κόστιζε περισσότερο ενώ ο αντίκτυπος του στις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης θα ήταν μεγαλύτερος από ότι πιστεύουν πολλοί νομικοί κύκλοι. Η κα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, γνωρίζουν ακόμα το κλίμα δυσαρέσκειας κατά του Βερολίνου που εντείνεται στις χώρες της νότιας Ευρώπης και δεν θέλουν να εμφανισθεί η Γερμανία ως η χώρα που σπρώχνει την Ελλάδα έξω από το ευρώ.
Όπως αναφέρει σε σχετικό της δημοσίευμα η WSJ, η ελληνική κυβέρνηση, είναι πιθανό να χρειασθεί επιπλέον κεφάλαια για να αποφύγει τη χρεοκοπία και επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί η Αθήνα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ευρώ. Κάτι τέτοιο, όμως γράφει η WSJ θα πλήξει και τις άλλες εύθραστες οικονομίες της Ευρωζώνης και θα στείλει στις αγορές το μήνυμα ότι το ευρώ είναι αναστρέψιμο.
Τα σχετικά δημοσιεύματα υπογραμμίζουν ιδιαίτερα τις αντιδράσεις που βρίσκει η Μέρκελ στο εσωτερικό της κυβέρνησης για μία πιθανή διεύρυνση της βοήθειας προς την Αθήνα και επισημαίνεται ότι οι όποιες αποφάσεις της θα εξαρτηθούν από δυο εξελίξεις. Πρώτον την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου για τον μόνιμο μηχανισμό στήριξης και δεύτερον την έκθεση της τρόικας επί του ελληνικού προγράμματος.
Ο εγκλωβισμός των Γερμανών
Οικονομικοί και πολιτικοί παρατηρητές επισημαίνουν πως οι Γερμανοί είναι εγκλωβισμένοι και σε ένα ακόμη δίλημμα. Από τη μία, η Γερμανία είναι η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που μπορεί να αντέξει τη γενική λιτότητα των προβληματικών χωρών, καθώς και το αποτέλεσμα της που δεν είναι άλλο από την πτώση της ζήτησης. Από την άλλη, δεν μπορεί απλά να ανεχθεί την ελληνικού τύπου αδιαφορία στη δημοσιονομική σύνεση. Η Γερμανία θα πρέπει να έχει μία δομική λύση, έτσι ώστε ως κάποιο βαθμό να διατηρήσει τη ζήτηση σε χώρες όπως η Ισπανία ή Ιταλία. Η Γερμανία θα πρέπει να δείξει ότι υπάρχουν συνέπειες για αυτούς που δεν συμμορφώνονται με την διαταγή χρηστής διαχείρισης του χρέους, χωρίς χρεοκοπία. Πάνω από όλα, οι Γερμανοί πρέπει να διατηρήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν μία ευρωπαϊκή ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Άρα, υπάρχει μία έμφυτη ένταση ανάμεσα στη διατήρηση του συστήματος και στην επιβολή πειθαρχίας.
Η Γερμανία έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως παράδειγμα. Η γερμανική κοινή γνώμη έχει, σε μεγάλο βαθμό, διαμορφωθεί ως προς την κατεύθυνση της ελληνικής διπροσωπίας και της γερμανικής αθωότητας. Η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, χρειάστηκε να διαμορφώσει τη συζήτηση κατά αυτό τον τρόπο, και το κατάφερε. Ο βαθμός κατά τον οποίο η γερμανική κοινή γνώμη έχει γνώση της πολυπλοκότητας ή των συνεπειών για τη Γερμανία, μίας γενικευμένης λιτότητας, είναι λιγότερο ξεκάθαρο. Η Μέρκελ θα πρέπει τώρα να ικανοποιήσει το γερμανικό κοινό που αμφισβητεί τις προσπάθειες διάσωσης και βλέπει την Ελλάδα απλά ως μία ανεύθυνη χώρα. Η συνθηκολόγηση της Ελλάδας της είναι απαραίτητη ως ένα θέμα της εσωτερικής πολιτικής σκηνής.
Η γερμανική κίνηση προς την κατεύθυνση αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας, έχει εγείρει τα εμπόδια της κρίσης χρέους σε ένα δραματικό επίπεδο. Ακόμη και αν οι Γερμανοί απλώς υπαναχωρήσουν σε αυτή τους την αξίωση, η ελληνική κοινή γνώμη θα έχει μείνει με την εντύπωση ότι η ελληνική δημοκρατία βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο. Ενώ η Ελλάδα μπορεί να έχει δανειστεί ανεύθυνα, εάν το τίμημα για αυτή τη συμπεριφορά είναι η ενδοτικότητα της εθνικής της κυριαρχίας σε έναν μη εκλεγμένο επίτροπο, αυτό το τίμημα όχι μόνο θα αποτελεί πρόκληση για τις ελληνικές αξίες, αλλά θα φέρει και την Ευρώπη σε μία νέα κρίση.
Με αυξητικό ρυθμό, η κρίση παύει να είναι μία ελληνική ή ιταλική κρίση. Είναι μία κρίση για το ρόλο που η Γερμανία καλείται να παίξει στην Ευρώπη στο μέλλον. Οι Γερμανοί κρατούν πολλά χαρτιά και αυτό είναι το πρόβλημα τους. Με τόσες πολλές εναλλακτικές, αυτοί θα πρέπει να πάρουν σκληρές αποφάσεις, και αυτό δεν είναι κάτι εύκολο για την μεταπολεμική Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου