Πριν λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή η Λοχαγός του ΕΛΑΣ Βικτωρία Παπανικολάου, το γένος Κουτσαύτη, σε ηλικία 89 ετών. Φίλη μου και θεια του κολλητού μου, του Ξενοφώντα. Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο αλλά οι σπουδές της στη δραματική σχολή διακόπηκαν από την πολιτική και τον πόλεμο.
Η κομψή, καλλιεργημένη γιαγιά που της χάρισα τον «Αρχηγό των Ατάκτων» του Χαριτόπουλου και άστραψαν τα μάτια της, πριν 66 χρόνια ήταν Λοχαγός του ΕΛΑΣ κι οδηγούσε το τμήμα της στις μάχες του αληθινού Δεκέμβρη. Της έλεγα πάντα πως αν ζούσα τότε θα ήμουν στην άλλη όχθη, μαζί με τον Χριστόδουλο Τσιγάντε στον «Ιερό Λόχο» κι ύστερα στα ΛΟΚ και με μια απαξιωτική χειρονομία, που ‘σβηνε σαν σφουγγάρι την φράση μου, μου ‘λεγε κοιτώντας με στα μάτια και χαμογελώντας: «επειδή έχεις ψυχή θα ‘σουν μαζί μας στα οδοφράγματα». Τον πρώτη της άντρα τον τουφέκισαν οι Γερμανοί στην Καισαριανή κι αυτό έκανε το ατσάλι μέσα της ανοξείδωτο. Ήταν μέλος του ΚΚΕ από το 1940 ως το τέλος της ζωής της.
Μια φορά, με την αυτοπεποίθηση της απόλυτης αλήθειας των 28 τότε χρόνων μου, της «ανέλυα» την ταύτιση του εθνικού με το κοινωνικό, πως δεν μπορείς να είσαι πατριώτης αν δεν έχεις κοινωνική συνείδηση και το αντίστροφο. «Κι εμείς τί νομίζεις ότι κάναμε τότε;» μου είπε κοφτά.
Την πιάσανε το ’48 κι έμεινε κρατούμενη στις Φυλακές Αβέρωφ ως το ‘ 52. Για ένα διάστημα ήταν συγκρατούμενη με την Έλλη Παπά, την γυναίκα του Νίκου Μπελογιάννη, που έφυγε κι αυτή πέρυσι από τη ζωή. Με την αποφυλάκισή της δεν έμεινε σε πολιτική αργία. ΕΔΑ και μετά το ’74 στο νόμιμο πια ΚΚΕ, μέσα σε όλα, στην ΕΕΔΥΕ, στην ΟΓΕ, γραμματέας και πρόεδρος στο Παράρτημα Βούλας της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ κι ακόμη και στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, στα 89 της, υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος στο ψηφοδέλτιο της «Λαϊκής Συσπείρωσης» για το Δήμο Βούλας!
Το ’62 έχασε με τραγικό τρόπο, σε τροχαίο, το μοναχογιό της αλλά άντεξε και χάρισε την αγάπη της στ’ ανήψια της την Μπέτυ και τον Ξενοφώντα, που μεγάλωσε σαν παιδιά της.
Απολάμβανα τις διαφωνίες μας, γιατί ως το τέλος είχε ψυχή εξεγερμένου εφήβου και μυαλό ξυράφι.Κάθε φορά που συναντιόμασταν, αφού ανταλλάσσαμε πολιτικά πειράγματα, πριν φύγω, είχαμε ένα μικρό «τελετουργικό», εκείνη μου πουλούσε ένα κουπόνι του Κόμματος κι εγώ το αγόραζα.
Πριν τέσσετα χρόνια, όταν έκλεινε τα 85 με κάλεσε ο φίλος μου στα γενέθλια της. Της τραγουδήσανε και τη Διεθνή στα γαλλικά, όπως την είχε πρωτομάθει. Κάπου εκεί, επειδή είχα δουλειά κι είχα αργήσει, της λέω « Βικτώρια, εγώ να φεύγω, γιατί όπου να ‘ναι θα βγούνε τα κονσερβοκούτια». Έκανε στα ψέμματα πως θύμωσε, μου εξήγησε εν τάχει την ιδεολογική μου πλάνη, μου πούλησε το κουπόνι μου κι έφυγα.
Το 1989 με την πτώση για λίγο ζορίστηκε, σκοτείνιασε αλλά μύρισε λίγο από το φρέσκο θυμάρι της νιότης της κι έμεινε ακλόνητη. «Για μας», μου είπε μια μέρα τότε, «ο μαρξισμός ήταν κάτι καινούργιο, άφθαρτο, ένας επιστημονικός τρόπος να πολεμήσουμε την φτώχεια και την αδικία». Την ήττα της Ελλάδας και την γερμανοϊταλική και βουλγάρικη κατοχή τα ένοιωθε ως προσωπική ατίμωση κι έτσι πήρε τα όπλα και πέρασε δια πυρός και σιδήρου όλη την άγρια περιπέτεια της γενιάς της. Στο κοινωνικό καθεστώς σε πολλά, φυσικά, λιγότερα απ’ όσα νομίζετε, δεν τα βρίσκαμε κι επέμενε στην ορθότητα της θεωρίας που έλεγε ότι εφαρμόστηκε λάθος.
Όταν όμως μιλούσαμε για τα εθνικά θέματα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μια χαρά. «Εσένα σε αγαπάω γιατί αγωνίζεσαι για την Κύπρο», μου έλεγε όταν ήθελε να προσπεράσουμε τις διαφωνίες μας.
Πολιτική κηδεία ήταν η επιθυμία της κι ήταν εκεί τ’ ανήψια της που μεγάλωσε σαν παιδιά της, τα παιδιά τους, που είχε σαν εγγόνια της, φίλοι, τιμητική φρουρά από το Κόμμα κι ο Στρατής Κόρακας.
Αν ακούσετε ότι έγινε εξέγερση στον Παράδεισο, να ‘στε σίγουροι ότι η Βικτωρία θα είναι μέλος της Επαναστικής Επιτροπής.
Πήγα κι εγώ να αποδώσω φόρο τιμής από την άλλη όχθη. Στις πνευματώδεις αψιμαχίες μας και στα πολιτικά πειράγματα που ανταλλάσσαμε, κρατήσαμε κι οι δυο την θέση μας.
Εκείνη στα οδοφράγματα κι εγώ νοερώς στον «Ιερό Λόχο». Αυτή όμως η ασπρομάλλα έφηβος μου έμαθε ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο μαύρο.
Το ποτάμι που μας χωρίζει τελικά ρέει μέσα στην κοινή μας Πατρίδα. Κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη όχθη του υπάρχουν Άνθρωποι, Έλληνες. Και θα ‘λεγα, στους δύσκολους καιρούς που ήρθαν, ότι ψηλαφώ αυτό που μπορεί να μας ενώνει για πάντα: το καθήκον να είσαι πάντα με τον αδύνατο, με το Λαό και να υπερασπίζεσαι την Ελευθερία του.
Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης
Διαβάστε περισσότερα...