Ιωάννου Καραμήτρου, Θεολόγου
Από καιρού εις καιρόν βλέπουν το φως της δημοσιότητας κείμενα νοσταλγών του αρχαίου ελληνικού (=ειδωλολατρικού) κόσμου, τα οποία εμποτισμένα με ένα αντιχριστιανικό και αντιευαγγελικό μένος διαστρεβλώνουν την ιστορική αλήθεια και επιχειρούν νά παρουσιάσουν ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Επιχειρούν να μας πείσουν ότι ο Έλληνας δεν μπορεί να είναι και Χριστιανός. Ότι οι Βυζαντινοί των χιλίων χρόνων της ένδοξης βυζαντινής ιστορίας μας δεν μπορεί να είναι Έλληνες. Εισάγουν έτσι μια τεχνητή πόλωση στο λαό με σκοπό την αποχριστιανοποίησή του.
Ένα τέτοιο κείμενο είναι και αυτό του επίτιμου δικηγόρου κ. Θρασύβουλου Καβασίδη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ με τον τίτλο «Έλληνες και χριστιανισμός».
Παίρνοντας, λοιπόν, αφορμή από το συγκεκριμένο δημοσίευμα αυτό θα ήθελα να κάνω γνωστές στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό τις παρακάτω σκέψεις:
Είναι αναμφισβήτητο ότι το Ευαγγέλιο διαδόθηκε στην Ελλάδα από τον απόστολο των Εθνών, τον απόστολο Παύλο. Είναι όμως πλάνη, διαστροφή και ψεύδος, στην προσπάθεια να μειωθεί το κύρος του απ. Παύλου, να γράφεται από τον κ. Καβασίδη ότι: «Στην Αθήνα, λέγεται, ότι «τόλμησε» να μιλήσει ο Παύλος δήθεν στον Άρειο πάγο. Στην πραγματικότητα μάλλον μίλησε στην αγορά». Και ενώ στο άρθρο του γίνεται εκτενής αναφορά στις Πράξεις των Αποστόλων, στο οποίο κατ’ επανάληψη παραπέμπει τον αναγνώστη, παραλείπεται το χωρίο εκείνο που αναφέρεται στον Άρειο Πάγο και που έχει ως εξής: «Εν δε ταις Αθήναις (ο Παύλος) … διελέγετο μεν ουν εν τη συναγωγή τοις Ιουδαίοις και τοις σεβομένοις και εν τη αγορά κατά πάσαν ημέραν προς τους παρατυγχάνοντας. τινές δε των Επικουρείων και Στωϊκών φιλοσόφων … επιλαβόμενοί τε αυτού επί τον Άρειον Πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνώναι τίς η καινή αύτη η υπό σου λαλουμένη διδασκαλία; … Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου έφη· άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ. Διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, Αγνώστω Θεώ. όν ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλω υμίν» (Πράξ. 17, 16-22). Από πού, λοιπόν, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Παύλος δεν μίλησε στον Άρειο Πάγο όταν το κείμενο βοά;
Γράφεται επίσης ότι «σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας, πλην των Εβραίων, εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στα πατροπαράδοτα μέχρι τον 4ο αιώνα», όταν είναι γνωστό ότι από τους πρώτους συνεργάτες του απ. Παύλου αναφέρονται οι Έλληνες Γάιος και Αρίσταρχος και Σέκουνδος και Σώπατρος και Τρόφιμος και Τυχικός και ο Τιμόθεος, υιός πατρός Έλληνος και Ιουδαίας μητρός (Πραξ. 16,1-3. 19,29. 20,4) και όταν πάλι όλες οι Επιστολές (14) του Παύλου γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα και όχι στην εβραϊκή ή την λατινική; Ασφαλώς και δεν έγινε η μεταστροφή στο Χριστιανισμό σε μια ημέρα. Αλλά είχαν ιδρυθεί Εκκλησίες σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της μητροπολιτικής Ελλάδας, της Μ. Ασίας, της Μακεδονίας, της Κρήτης και της Κύπρου από τον α’ μ.Χ. αιώνα και «αι εκκλησίαι εστερεούντο τη πίστει και επερίσσευον τω αριθμώ καθ’ ημέραν».
Είναι επίσης διαστροφή της ιστορικής αλήθειας να γράφεται ότι «Στη χώρα μας, ο Χριστιανισμός επιβλήθηκε «διά πυρός και σιδήρου». Αυτός ο τρόπος διάδοσης είναι ξένος πρός το Ευαγγέλιο. Η ειδοποιός διαφορά στο θέμα της πίστεως μεταξύ Χριστιανισμού και των λοιπών θρησκευμάτων είναι η Ελευθερία. Το «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μαρκ. 8,34) είναι η αυθεντική διακήρυξη του ιδρυτή και αρχηγού της πίστεώς μας Ιησού Χριστού. Κανένα άλλο τρόπο διάδοσης της αλήθειας δεν αποδέχεται και δεν αναγνωρίζει η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, και ουδέποτε στην δισχιλιετή ιστορία και πορεία της ευλόγησε διώξεις και σφαγές χάριν της διάδοσής της. Αντίθετα, γνώρισε το διωγμό και το μαρτύριο στο σώμα της από την ημέρα της ιδρύσεώς της. Κατά τον σύγχρονο Άγγλο βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν οι χριστιανοί που θανατώθηκαν από τη μανία των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών από την ημέρα της Πεντηκοστής μέχρι την καθιέρωση της ανεξιθρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο ανέρχονται σε έντεκα εκατομμύρια.
Τα περί διώξεων των ειδωλολατρών από τους Χριστιανούς ανήκουν στο χώρο της φαντασίας των νεοπαγανιστών. Η αρχαία θρησκεία (=ειδωλολατρία) είχε εκπνεύσει ήδη από τα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363). Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία γνωστό ότι ο Ιουλιανός στα πλαίσια της πολιτικής του επιχείρησε ανεπιτυχώς να ξεριζώσει πλήρως το Χριστιανισμό και να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων στο προσκήνιο. Τα διατάγματά του περί απαγόρευσης των χριστιανών διδασκάλων να παραδίδουν μαθήματα όπως επίσης και των χριστιανών μαθητών να φοιτούν στα σχολεία και να σπουδάζουν τις ελληνικές επιστήμες (φιλοσοφία, ρητορική, κλπ) αποδεικνύουν περίτρανα την προσήλωσή του στον ως άνω σκοπό.
Η Εκκλησία συγκρούσθηκε μεν αλλά με τη διαφθορά, την ανηθικότητα, την κοινωνική αδικία και με το κακό στο σύνολό του, όπου κι αν το συναντούσε. Με το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» (Γαλ. 3,28) κατάργησε τις φυλετικές διακρίσεις, με το «ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος» κατάργησε το θεσμό της δουλείας, με το «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» έφερε την ισότητα στα δυο φύλα και ανύψωσε τη γυναίκα στη θέση που της άρμοζε, διότι μέχρι τότε εθεωρείτο res(=πράγμα, αντικείμενο). Με την καταδίκη της πορνείας και της μοιχείας, της ομοφυλοφιλίας και της παιδεραστίας, των οιδιπόδειων μείξεων και της λατρείας των ειδώλων απάλλαξε τον άνθρωπο από τον κτηνώδη βίο και με την ευαγγελική διδασκαλία τον οδήγησε σε έναν ανώτερο, πνευματικό τρόπο ζωής και πρόσφερε στην ανθρωπότητα αγίους και αγγέλους εν σώματι.
Αν τώρα κάποιοι χριστιανοί ως άνθρωποι διέπραξαν λάθη, δείχνοντας αντιευαγγελική συμπεριφορά απέναντι σε αλλόθρησκους, αυτά σε καμία περίπτωση δεν τα υιοθετεί η Εκκλησία και ούτε μπορεί να χρεώνονται σ’ αυτήν. Ούτε επίσης μπορούν να χρεωθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι Σταυροφορίες της Δύσης και η Ιερά Εξέταση, καθόσον είναι πίστη μας ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.
Ο Ελληνικός πολιτισμός στο Ευαγγέλιο βρήκε την ολοκλήρωσή του. Η συμπόρευσή του με το Χριστιανισμό, όπως την οραματίστηκαν και τη βίωσαν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οδήγησε στη δημιουργία της Ελληνορθόδοξης Παράδοσής μας. Είναι χαρακτηριστικό του πνεύματος αυτού το παιδαγωγικό σύγγραμμα του Μεγ. Βασιλείου «Προς τους νέους· Όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Τα έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τραγικών και ιστορικών από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, και τον Θουκυδίδη μέχρι τον Μένανδρο, τον Πλούταρχο και τον Πλωτίνο στην συντριπτική τους πλειοψηφία διασώθηκαν από την Εκκλησία και πιο συγκεκριμένα από τα Ορθόδοξα Μοναστήρια. Οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί Έλληνες δεν είχαν το δίλημμα να διαλέξουν μεταξύ αρχαίου ελληνισμού και χριστιανισμού. Ούτε έπασχαν από κάποια σχιζοφρένεια λόγω της ελληνικής και της χριστιανικής τους ιδιότητας. Το ίδιο γνήσιοι Έλληνες και Χριστιανοί αισθάνονταν ο στρατηγός Μακρυγιάννης και όλοι οι άλλοι αγωνιστές του 21 που ζούσαν την ενότητα των δυο κόσμων και σ’ αυτήν εύρισκαν την ταυτότητά τους. Εξάλλου και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει τις ρίζες του στο Ευαγγέλιο και τον Ελληνικό Πολιτισμό.
Κατά τον λόγιο Αγιορείτη ιερομόναχο π. Γεώργιο Καψάνη «οι κατά το φαινόμενο υπερασπιστές της ελληνικότητάς μας είναι στην πραγματικότητα επίβουλοι, γιατί ευνουχίζουν τον ελληνισμό. Αφαιρούν από τον ελληνισμό ό,τι πνευματικότερο και υψηλότερο έχει και κρατούν μόνο την χονδροειδή ειδωλολατρεία του». Ενώ κατά την άποψη του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, όποιος αμφισβητεί την σύζευξη, την συμπόρευση και την αρμονική συνύπαρξη Χριστιανισμού και Ελληνισμού «χρειάζεται να τον δει ιστορικός». Άρνηση της Εκκλησίας σημαίνει τελικά άρνηση του εαυτού μας. Κάθε δίλημμα του τύπου Ορθοδοξία ή Ελληνισμός είναι όχι μόνο πλαστό, αλλά και εθνοκτόνο. Γιατί σημαίνει επιστροφή στην παλιά αγωνιώδη αναζήτησή μας. Για τον Ελληνισμό, που διασώζει την αυτοσυνειδησία του, το ζητούμενο βρέθηκε και είναι η Ορθοδοξία. «Είδομεν το φως το αληθινόν, εύρομεν πίστιν αληθή». Κάθε αποδέσμευση του Ελληνισμού από την Ορθοδοξία δε συνιστά μόνο τραγικό διαμελισμό αλλά και καθαρό παραλογισμό.