Νέες εστίες πίεσης και ανησυχίας για την ελληνική οικονομία και την υγεία των εμπορικών Τραπεζών διαμορφώνουν οι προαναγγελθείσες υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και συγκεκριμένα από τον Fitch και τους Moody's.
Και οι δύο έχουν προειδοποιήσει την κυβέρνηση και αναμένεται ότι στις επόμενες εβδομάδες, πιθανώς εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιανουαρίου θα πραγματοποιήσουν την απειλή τους. Ουσιαστικά θα ευθυγραμμισθούν μεταξύ τους και θα κατατάξουν την Ελλάδα και τις εγχώριες Τράπεζες σε μη επενδύσιμες ζώνες.
Γεγονός που προκαλεί νευρικότητα και δημιουργεί περιβάλλον αρνητικής ψυχολογίας για τη χώρα μας την ώρα που οι εδώ οικονομικές αρχές πίστευαν ότι θα εισέλθουμε σε φάση αν όχι αναβαθμίσεων, τουλάχιστον σταθεροποίησης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Αυτή η αρνητική ψυχολογία επανέρχεται σε μια περίοδο σκληρών προσπαθειών και σε χρόνο μεγάλης δοκιμασίας του ελληνικού λαού και μοιάζει αταίριαστη προς τις πολλές θυσίες, που έχει αποδεχθεί η ελληνική κοινωνία.
Το κακό είναι ότι οι επαπειλούμενες νέες υποβαθμίσεις πέραν ότι αμφισβητούν τη δυνατότητα της χώρας να εξέλθει από την κρίση, πληγώνουν και τις Τράπεζες, ροκανίζοντας τις υφιστάμενες ασφάλειες και εγγυήσεις που διέθεταν. Οι νέες υποβαθμίσεις ήδη επαναφέρουν στο προσκήνιο τις τάσεις διαρροής καταθέσεων που καταγράφηκαν τον περασμένο Μάιο και επιπλέον θα επηρεάσουν ευθέως το βάρος των τραπεζικών τίτλων από τις τιτλοποιήσεις και τις εκδόσεις τους.
Γεγονός που θα τις αναγκάσει να ξοδέψουν ταχύτερα τα διαθέσιμα αποθέματα ασφαλειών και να κάνουν χρήση του νέου πακέτου των εγγυήσεων, με τη μορφή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, ύψους των 25 δισ. ευρώ, τα οποία κατατειθέμενα και προεξοφλούμενα στην Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα δεν είναι 25 δισ. ευρώ αλλά περίπου 19, 5 δισ. ευρώ.
Στον βαθμό μάλιστα που τους προσεχείς δυό - τρείς μήνες διατηρηθούν αυτές οι τόσο αρνητικές τάσεις οι Τράπεζές μας θα χρειασθούν και άλλες εγγυήσεις, πράγμα που θα δυσκολέψει συνολικά της κατάσταση της ελληνικής αγοράς.
Αυτά η απαξίωση των ασφαλειών που έχουν στα χέρια τους, θα καταστήσει τις Τράπεζες ακόμη πιο σφιχτές, το χρήμα θα γίνει ακόμη πιο δυσεύρετο στην ελληνική επιχειρηματική αγορά και θα καταστήσει τα προβλήματα ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων ακόμη πιο δύσκολα.
Δεν είναι τυχαίο ότι εν όψει αυτών των γεγονότων τα ελληνικά spred, η διαφορά δηλαδή των επιτοκίων μεταξύ ελληνικών δεκαετών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά ξεπέρασε και πάλι τις 900 μονάδες βάσης, ξεπερνώντας και τις 930 μονάδες βάσης, σε επίπεδα υψηλότερα και από εκείνα του περασμένου Μαίου, οπότε και κρινόταν η διάσωσή της χώρας και της ελληνικής οικονομίας.
Η αλήθεια είναι ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι μήνες δοκιμασίας για την ελληνική οικονομία. Ισως θα περάσει την κρισιμότερη περίοδό της, από την έκβαση της οποίας θα κριθούν τόσο οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, όσο και οι πολιτικές εξελίξεις.