Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Ομιλία τού καθηγητή Γ.Πουρλιώτη στην 134η επέτειο επανάστασης του Ολύμπου

Στον «Πανηγυρικό» του ο Ισοκράτης αναφέρει: «Καίτοι μ’ οὐ λέληθεν ὅτι χαλεπόν ἐστί ὕστατον ἐπελθόντα λέγειν περί πραγμάτων πάλαι προκατειλημμένων». 

Όλα αυτά τα χρόνια που η επανάσταση στον Όλυμπο το 1878 γιορτάζεται με λαμπρό τρόπο, μίλησαν από αυτό το βήμα αξιόλογοι και καταρτισμένοι επιστήμονες, που με τις εισηγήσεις τους συνέβαλαν στον ολόπλευρο φωτισμό όλων των πτυχών του επαναστατικού κινήματος που σήμερα τιμούμε.

 Αυτή την προσέγγιση θα επιχειρήσω να συνεχίσω με την παρούσα εισήγηση αναλύοντας στα πεπερασμένα χρονικά όρια μιας ομιλίας την Ευρωπαϊκή Διπλωματία και τους ανταγωνισμούς των ισχυρών της εποχής εκείνης κάτω από τους οποίους εκδηλώθηκε η Επανάσταση στο Λιτόχωρο το Φεβρουάριο του 1878. Αρχικά είναι χρήσιμο να αναφερθεί η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τον ΙΘ΄ αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. 

Κύριος στόχος της πολιτικής της Μ. Βρετανίας στην Εγγύς Ανατολή ήταν η ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης στα Στενά και στη Μεσόγειο και προϋπόθεσή της η διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι καλές σχέσεις με το Σουλτάνο. Η Γαλλία διατηρούσε οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γι’ αυτό και δεν επιθυμούσε την κατάρρευση ή τη διάλυση του σουλτανικού καθεστώτος. Η πολιτική της Αυστρουγγαρίας ήταν η διατήρηση του οθωμανικού κράτους, γι’ αυτό και ο καιροσκοπισμός της Βιέννης οδήγησε συχνά σε αλλαγή ή επαναδιατύπωση της πολιτικής της στο ζήτημα των ορίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας . Η Ρωσία αντιθέτως είχε αταλάντευτη επιδίωξη την διάλυση της αυτοκρατορίας των Οθωμανών, την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την έξοδο στη Μεσόγειο. Μάλιστα στις αρχές του 1853 ο τσάρος Νικόλαος πρότεινε στη βρετανική διπλωματία ένα σχέδιο διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πόλη με ρωσική φρουρά, τα Στενά με αυστριακή φρουρά και τη Βαλκανική στα χέρια των βαλκανικών λαών. Η Ελλάδα θα προσαρτούσε μόνο τα νησιά του Αιγαίου και δεν θα επεκτεινόταν προς Βορρά. Αυτός ο ανταγωνισμός οικονομικών και πολιτικοστρατιωτικών συμφερόντων αποτυπώνεται εύγλωττα στις διπλωματικές πράξεις που καθόρισαν τα σύνορα του ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821, με τον Διακανονισμό της Κων/πολης στις 2 Ιουλίου 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Δημιουργήθηκε ένα μικρό ελληνικό κράτος 47.516 τετραγ. χλμ. και 750.000 κατοίκων, ενώ ο αριθμός των αλύτρωτων Ελλήνων που στέναζαν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό ήταν τριπλάσιος. Ωστόσο η πολιτική της Ρωσίας αρχίζει να αλλάζει στα τέλη της 10ετίας του 1850 και αποβλέπει στην αποτροπή της διπλωματικής απομόνωσης στον έλεγχο των Στενών και στην υποστήριξη των εθνικών επιδιώξεων των Βουλγάρων. Η τελευταία συνιστώσα οφείλεται εν πολλοίς και στη δράση των πανσλαβιστικών κύκλων, που ενισχύονται με το διορισμό του πανσλαβιστή Νικολάου Ιγνάτιεφ ως πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1875-1878 η Ρωσία με πρωταγωνιστή τον Ιγνάτιεφ προώθησε τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας που περιελάμβανε και όλη τη Μακεδονία πλην της Θεσσαλονίκης, των περιχώρων της και της Χαλκιδικής. Στην απόφαση των Ρώσων διπλωματών πρέπει να βάρυνε και η άρνηση της Ελλάδας κατά τον κριμαϊκό πόλεμο να εισέλθει στο πλευρό της Ρωσίας παρά τη σχετική πρόσκληση του τσάρου, γιατί πιεζόταν από τη Μεγάλη Βρετανία να κρατήσει ουδέτερη στάση. Τον Απρίλιο του 1877 ξεσπά νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος και τα ρωσικά στρατεύματα προήλασαν μέχρι τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Εξουθενωμένοι και χωρίς ηθικό οι Τούρκοι ζήτησαν ανακωχή και έναρξη των διαπραγματεύσεων. Επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας ήταν ο κόμης Ιγνάτιεφ, που δεν δυσκολεύτηκε να επιβάλει στους Τούρκους τους όρους του. Έτσι στο προάστιο της Πόλης Άγιος Στέφανος υπογράφτηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1878 η ομώνυμη συνθήκη. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο περί οριστικής συνθήκης αλλά, όπως ανέφερε το κείμενο, «περί προκαταρκτικών όρων ειρήνης» Η διατύπωση αυτή απέβλεπε στην κάμψη της άμεσης και βίαιης αντίδρασης της Αγγλίας, της Αυστρίας και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, γιατί έδινε τη δυνατότητα να τροποποιήσουν σε ένα νέο ευρωπαϊκό συνέδριο κάποιες από τις πιο απαράδεκτες διατάξεις της ρωσοτουρκικής συμφωνίας. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης δημιουργείτο αυτόνομη Βουλγαρική ηγεμονία εκτεινόμενη από το Δούναβη ως το Αιγαίο και από τη Μαύρη θάλασσα ως το Δρίνο ποταμό, τις λίμνες Πρέσπες και την Αχρίδα. Έξω από τα σύνορα της βουλγαρικής ηγεμονίας παρέμεναν η περιοχή της Θράκης νότια της Ροδόπης και ανατολικά του Πόρτο Λάγος, η Χαλκιδική, η Θεσσαλονίκη και τα μακεδονικά εδάφη νότια του Αλιάκμονα. Αυτό σήμαινε ότι πόλεις με συντριπτική πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού, όπως οι Σέρρες, η Καβάλα, η Έδεσσα, το Μοναστήρι, η Φλώρινα, η Καστοριά περιέρχονταν στη βουλγαρική ηγεμονία. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν ο διπλωματικός θρίαμβος του Ιγνάτιεφ, η δικαίωση των Πανσλαβιστών και μια επίδειξη δύναμης της Ρωσίας για έξοδο στις θερμές θάλασσες. Όταν οι όροι της Συνθήκης έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα, συγκλονίστηκε ολόκληρος ο Ελληνισμός. Ορισμένοι μάλιστα παραλλήλισαν τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερα βαριά ήταν η ατμόσφαιρα στις περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας. Με τη δημογραφική αλλοίωση που θα υφίσταντο αυτές οι περιοχές, θα έχαναν κάθε ελπίδα ενσωματώσεως σε ένα ενιαίο ελληνικό κράτος. Σε σύγκριση με τα μεγάλα χριστιανικά κράτη που δημιουργούσε η Συνθήκη στη Βαλκανική, το ελληνικό βασίλειο θα έμενε καταδικασμένο, χωρίς προοπτική επιβίωσης στα ασφυκτικά όρια του 1832. Γι’ αυτό κύριο μέλημα όσων σχεδίαζαν εξεγέρσεις στα μακεδονικά εδάφη ήταν να εμφανιστεί η ελληνική παρουσία στη διαφιλονικούμενη επαρχία με τέτοιο τρόπο, ώστε οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του ελληνικού παράγοντα στην περιοχή και να αντιδράσουν στην ενσωμάτωσή της στη Βουλγαρία. Μέσα σ’ αυτό το διεθνές κλίμα των σκληρών ανταγωνισμών και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων εντάσσεται η επανάσταση στον Όλυμπο το 1878. Επιπλέον εκτός όλων αυτών την απόφαση των υποδούλων να εξεγερθούν ενίσχυσε και η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης που είχαν φθάσει στα όρια της εξαθλίωσης, ιδίως μετά την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου. Μάλιστα οι κάτοικοι της υπαίθρου είχαν οδηγηθεί στον οικονομικό μαρασμό, μετά τους πρόσθετους φόρους λόγω του πολέμου. Την κατάσταση επιδείνωσαν ο μουσουλμανικός φανατισμός εξαιτίας των συνεχόμενων αποτυχιών του οθωμανικού στρατού και οι επιδρομές τουρκαλβανικών στιφών. Ενδεικτικά είναι όσα αναφέρει στα «Απομνημονεύματα της εν έτει 1878 επαναστάσεως της Πιερίας» ο αντάρτης επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος: «Ἔστω δε και ὁ ψυχρότερος τῶν ἀνθρώπων κριτής, ἄν ταῦτα πάντα δεν δικαιολογοῦσι μίαν επανάστασιν πρὁς ἀνατροπήν τοιούτου καθεστῶτος. Και ἀποφηνάσθων ἄν, ὄχι ὡς Ἕλληνες, ὄχι ὡς Μακεδόνες Ὀλύμπιοι, ὅχι ὡς ἔθνος ἔχον ἱστορίαν οὐχί την ταπεινοτάτην, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωποι ἁπλῶς οἱ κάτοικοι τῆς Πιερίας, ἔχοντες τά αὐτά δίκαια προς τους τυράννους των, δεδωρημένα παρά τοῦ Θεοῦ… ὤφειλον ἀναπετάσωσι την σημαίαν της ἀνατροπής τοιούτου ἀπανθρώπου, τοιούτου σατανικού καθεστῶτος». Τόση λοιπόν ήταν η απελπισία του πληθυσμού, που σύμφωνα με τις αναφορές των προξένων, ο πληθυσμός θα υποδεχόταν ευχαρίστως όποιον εμφανιζόταν ως λυτρωτής του, ακόμα και το ρωσικό στρατό. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα τέλη του 1877 ο Όλυμπος, τα Πιέρια και το Βέρμιο ήταν γεμάτα από «ληστανταρτικές ομάδες», οπότε το έδαφος είχε ήδη γονιμοποιηθεί για μια μελλοντική εξέγερση. Ας σημειώσουμε εδώ ότι με τον όρο «λησταντάρτες» προσδιοριζόταν οι ένοπλοι χριστιανοί που σε καιρό ειρήνης μετέρχονταν το ληστρικό βίο, ενώ σε περιόδους αγώνων αποτελούσαν επαναστατικά σώματα που καταδίωκαν τους Τούρκους και προστάτευαν τους χριστιανούς. Από τις συνεχείς αναφορές του Γενικού Προξένου στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνου Βατικιώτη, οι επιτροπές που είχαν συσταθεί στην Αθήνα για την προετοιμασία των κινημάτων στη Μακεδονία, η «Εθνική Άμυνα» και η «Αδελφότης» είχαν πλήρη ενημέρωση για την κατάσταση στη Μακεδονία. Έχοντας τη σύμφωνη γνώμη των υπουργών Χαρ. Τρικούπη και Θρ. Ζαϊμη, αποφάσισαν η έκρηξη των εξεγέρσεων να σημειωθεί όσο το δυνατόν βορειότερα. Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν την απόβαση δύο σωμάτων εθελοντών από το ελεύθερο βασίλειο στην περιοχή Λιτοχώρου - Ολύμπου και Χαλκιδικής – Ανατολικής Μακεδονίας. Το σώμα του Λιτοχώρου, αφού ξεσήκωνε την πλούσια σε επαναστατική δράση περιοχή του Ολύμπου, θα διχοτομούνταν και θα κατευθυνόταν μέσω της κορυφογραμμής του Βερμίου προς Βορρά και το άλλο δυτικά, αφού ξεσήκωνε τις περιοχές Κοζάνης, Καστοριάς, Φλώρινας και Μοναστηρίου. Τα σώματα θα μετέφεραν σημαντικό αριθμό όπλων και πολεμοφοδίων για τους γηγενείς επαναστάτες, που ήταν άοπλοι. Πράγματι τη νύχτα της 15ης προς 16η Φεβρουαρίου τα ατμόπλοια «Βυζάντιο» και «Ύδρα» αποβίβασαν μεταξύ Σκάλας Λιτοχώρου και Αγίων Θεοδώρων το εκστρατευτικό σώμα 500 ανδρών με επικεφαλής τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη και βοηθούς τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Τζαχείλα, Κων. Ψίρα, Νικόλαο Βλαχάβα, γιο του ξακουστού παπα- Ευθύμη Βλαχάβακαι Τόλιο Λάζο, από τη γνωστή οικογένεια των Λαζαίων. Το σώμα έγινε δεκτό με συγκίνηση και ενθουσιασμό από τους Λιτοχωρίτες. Τα 2.600 όπλα μεταφέρθηκαν και φυλάχτηκαν στο Μετόχι του Αγίου Διονυσίου. Ο Δουμπιώτης ολοκλήρωσε με επιτυχία την α΄ φάση της επιχείρησης καταλαμβάνοντας το Λιτόχωρο και εγκαθιστώντας φρουρές. Τρεις μέρες αργότερα στις 19 Φεβρουαρίου συγκροτήθηκε η «Προσωρινή Κυβέρνησις της Μακεδονίας» με πρόεδρο τον λιτοχωρίτη πρόκριτο Ευάγγελο Κοροβάγκο και μέλη τον Αθαν. Αστερίου, γιατρό από το Λιβάδι, τον Γεώργιο Ζαχαριάδη, τον ιερομόναχο της Μονής Πέτρας, γέροντα Νικηφόρο Μπουροζίκα, τον ιερέα Αθανάσιο Γεωργίου, τον Ιω. Βεργίδη και τον Ιω. Νικολάου. Στην κυβέρνηση προσχώρησε λίγες μέρες μετά και ο Κίτρους Νικόλαος. Η νέα κυβέρνηση συνέταξε επαναστατική διακήρυξη προς τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία κήρυτταν την «Ένωσιν τῆς Μακεδονίας μετά τῆς μητρός Ἑλλάδος». Από την διακήρυξη αξίζει να προσέξουμε την αρχή και το τέλος της: «Τα πολυχρόνια δεινά τἁ ὁποῖα ἐπετάθησαν ἐπ’ ἐσχάτων ἠνάγκασαν τους κατοίκους τῆς Μακεδονίας να δράξωνται τῶν ὅπλων, ὅπως προστατεύσωσι την ζωήν, την τιμήν κάι την ἰδιοκτησίαν ἑαυτῶν…. Διά τοὑτο ἠναγκάσθημεν να καταφύγωμεν εἰς τα ὅπλα, ἵνα ἀποθάνωμεν τουλάχιστον ὡς ἀνθρωποι και Ἕλληνες, αν δεν μας επιτραπεί να ζήσωμεν ὡς ἄνθρωποι λογικοί και ἐλεύθεροι». Ωστόσο ο Δουμπιώτης αντί να προχωρήσει αμέσως εναντίον της Κατερίνης και να την καταλάβει, προτίμησε τις διαπραγματεύσεις για την ειρηνική παράδοσή της. Οι Τούρκοι κερδίζοντας σημαντικό χρόνο συγκέντρωσαν ικανές στρατιωτικές μονάδες, που θα υπερασπίζονταν την Κατερίνη αλλά και θα κατέστειλαν την επανάσταση σε όλη την Πιερία. Συγχρόνως ο Δουμπιώτης αποδυνάμωσε την άμυνα του Λιτοχώρου στέλνοντας ένα μέρος του εκστρατευτικού σώματος στη Νότια Πιερία με επικεφαλής τους Τζαχείλα και Αποστολίδη. Τέλος ο ίδιος στις 24 Φεβρουαρίου με 400 εθελοντές βάδισε εναντίον της Τόχοβας για να την απαλλάξει από τους Κιρκάσιους άτακτους αφήνοντας ανυπεράσπιστο το Λιτόχωρο. Έτσι στις 4 Μαρτίου 1000 τούρκοι στρατιώτες υπό τον Ασάφ πασά με Κιρκάσιους και 2 πυροβόλα, αφού εξουδετέρωσαν τη μικρή φρουρά του Λιτοχώρου, αποτελούμενη από 13 εθελοντές υπό τον επιλοχία Ρεϊζη και 250 ντόπιους, κατέλαβαν το Λιτόχωρο. Για την πυρπόληση του Λιτοχώρου γράφει ο Μιλτιάδης Σεϊζάνης: «Ἐκ τῶν 550 οἰκιῶν αἱ 280 απετεφρώθησαν, οι ναοί μετεβλήθησαν εἰς σταύλους, ο δε του Αγίου Δημητρίου ἐκρημνίσθη διά τηλεβόλων. Γραῖαι τινες γυναῖκες εσφάγησαν ή εκάησαν, εν αις η Ασημίνα Γεροθεοχάρη και 2 γέροντες…». Οι Τούρκοι κατέλαβαν την ίδια μέρα και το Μετόχι του Αγίου Διονυσίου και υποχρέωσαν τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν εκεί, να επιστρέψουν στο Λιτόχωρο. Αρκετοί συνειδητοποιώντας ότι η παραμονή στο πυρπολημένο Λιτόχωρο ήταν αδύνατη, αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Την συνδρομή των προσφύγων ανέλαβε να συντονίσει με την σύσταση δύο επιτροπών ο Γενικός πρόξενος Κων. Βατικιώτης. Τα επαναστατικά κινήματα στην Πιερία κατεστάλησαν εντός 40 ημερών περίπου και στις 19 Απριλίου με τη μεσολάβηση των Άγγλων προξένων αποφασίστηκε η διακοπή των εχθροπραξιών. Ο Δουμπιώτης με τους εναπομείναντες στρατιώτες του, ο Κίτρους Νικόλαος και ο Ευ. Κοροβάγκος με αρκετούς πρόσφυγες πέρασαν στο ελεύθερο βασίλειο. Η επανάσταση στο Όλυμπο είχε ολοκληρωθεί. Η εξέγερση στον Όλυμπο που κύριο γνώρισμά της ήταν η καθολική συμμετοχή των υπόδουλων Ελλήνων της Μακεδονίας (ιεράρχες, κληρικοί, πρόκριτοι, οπλαρχηγοί, έμποροι, άνθρωποι των γραμμάτων και απλός λαός) μπορεί να μην οδήγησε στην απελευθέρωση της Πιερίας και των άλλων περιοχών αλλά κατέδειξε το δυναμισμό των κατοίκων της και την ελληνική αντίδραση στους απαράδεκτους όρους της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου που δημιουργούσε τη «Μεγάλη Βουλγαρία». Είναι προφανές συνεπώς ότι τα στρατιωτικά αποτελέσματα της εξέγερσης στον Όλυμπο ήταν πενιχρά. Η αξία όμως της Επανάστασης φάνηκε λίγο αργότερα σε διπλωματικό επίπεδο στο συνέδριο του Βερολίνου, γιατί σ’ αυτά τα κινήματα στηρίχθηκε η επιχειρηματολογία της ελληνικής διπλωματίας, προκειμένου να τεκμηριωθεί η ελληνικότητα της Μακεδονίας και να μην εκχωρηθεί στους Βούλγαρους πανσλαβιστές. Πράγματι την 1η Ιουνίου 1878 άρχισαν οι εργασίες του Συνεδρίου. Η Ελληνική αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τον Υπουργό Εξωτερικών Θεοδ. Δηλιγιάννη και τους πρεσβευτές στην Πετρούπολη Πέτρο Βράϊλα και στο Βερολίνο Αλέξανδρο Ραγκαβή. Οι οδηγίες που είχε ο Δηλιγιάννης από την Αθήνα περιλάμβαναν αίτημα για προσάρτηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης και συνεργασία μ’ εκείνες τις Δυνάμεις, που θα αντιτασσόταν στην εκχώρηση της Μακεδονίας στους Βούλγαρους. Η θέση του Έλληνα Υπουργού ήταν πράγματι δύσκολη. Αγνοώντας το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων στην αίθουσα των συνεδριάσεων περιοριζόταν σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. Μάλιστα μετά απὀ παρέλευση δύο εβδομάδων έλαβε πρόσκληση από τον πρίγκιπα Βίσμαρκ, πρόεδρο του συνεδρίου, να εκθέσει τις απόψεις της κυβέρνησης του. Ουσιαστικά η Ελληνική αντιπροσωπεία δε συνήργησε σε καμία από τις αποφάσεις του συνεδρίου. Ερήμην της ρυθμίστηκαν θέματα που έκριναν το καθεστώς της Κρήτης, της Θράκης, της Μακεδονίας και του Αγίου Όρους. Η τελική ρύθμιση στις 13 Ιουλίου 1878 προέβλεπε τη σύσταση αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας βορείως του Αίμου, στην οποία περιλήφθηκαν η επαρχία της Βάρνας στα ανατολικά και της Σόφιας στα δυτικά. Η οριοθέτηση αυτή άφηνε στην απόλυτη δικαιοδοσία της Τουρκίας τη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. Συνεπώς οι όροι της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που είχαν προκαλέσει γενική αποδοκιμασία ρυθμίστηκαν κατά τρόπο που ικανοποιούσε την Τουρκία, όλες τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις πλην της Ρωσίας και όλους τους βαλκανικούς λαούς εκτός των Βουλγάρων. Είναι φανερό ότι το συνέδριο δεν ασχολήθηκε με θέματα που αφορούσαν μόνο τον Ελληνισμό. Αντίθετα μάλιστα τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα ήταν δευτερευούσης σημασίας για τους Ευρωπαίους. Οι λύσεις που δόθηκαν στα προβλήματα της Ανατολής ,ελάχιστα επηρεάστηκαν από τις ανάγκες και τους πόθους των λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Με το τελικό κείμενο του Συνεδρίου φάνηκε ότι δικαιώθηκαν –αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο- οι επαναστατικοί αγώνες των προγόνων μας. Μάλιστα προέκταση των επαναστατικών κινημάτων του 1878 στη Μακεδονία μπορεί να θεωρηθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, που διαφύλαξε την Ελληνικότητα της Μακεδονίας και οδήγησε στην απελευθέρωση της με τους βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912-1913. Κλείνοντας είναι ανάγκη να υπογραμμισθεί πως η αξία των ιστορικών επετείων συνίσταται στη συναγωγή διδαγμάτων για το παρόν και το μέλλον. Διαφορετικά οδηγούμαστε στην ταρίχευση της ιστορίας και στον περιορισμό σε γλυκανάλατους, τυπικούς εορτασμούς. Και είναι γεγονός αναντίλεκτο ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ τα διδάγματα της Επανάστασης στον Όλυμπο το 1878 είναι ολοφάνερα και αποτελούν αφορμές εθνικής αυτογνωσίας, επιλογών και συλλογικών πράξεων. Κατακτητές επίδοξοι υπάρχουν και σήμερα, με νέα ονόματα, πιο κομψά, δήθεν αθώα, μα πιο επικίνδυνα: Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ. EuroGroup, που θέλουν να γονατίσουν τους λαούς χρησιμοποιώντας μεσολαβητές – διαπραγματευτές ανδρείκελα,πολιτικούς πυγμαίους χωρίς σθένος και ηθικές αναστολές. Αγνοούν ωστόσο οι ευρωπαίοι ηγεμονίσκοι και οι ραγιάδες εκφραστές της πολιτικής τους την αγωνιστική ελληνική ψυχοσύνθεση και κουλτούρα. Στον απάνθρωπο δυτικοευρωπαϊκό ορθολογισμό οι Έλληνες αντιπαρατάσσουν την παλικαριά που δεν μετριέται σε ευρώ και ομόλογα αλλά με της ψυχής το στρέμμα• στους ωμούς εκβιασμούς και τα απειλητικά ψευτοδιλήμματα την ηρωική αντίσταση και τις αξεπέραστες διλημματικές φράσεις «Ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς» και «Λευτεριά ή θάνατος», που οδηγούν σε προσωπικά και συλλογικά ολοκαυτώματα. Αυτά τα ολοκαυτώματα αξιολογούν την ελευθερία ως απόλυτο και μη διαπραγματεύσιμο ούτε ανταλλάξιμο περιεχόμενο ζωής. Διαχρονικά λοιπόν αγωνιστικός ο ελληνισμός εκφράζεται με μια παράδοση αντρειοσύνης. Κι αυτή η παράδοση δεν πεθαίνει. Συνεχίζεται από πατριώτες που δεν πουλιούνται ούτε αγοράζονται. 

Αυτές τις μοναδικές αξίες έχουμε χρέος να μετακενώσουμε στους νεότερους, ώσπου να ’ρθεί εκείνη η ευλογημένη μέρα, που θα ξεχυθούμε στους δρόμους τραγουδώντας: «Να ’τη, να ’τη πετιέται από ξαρχής η Ρωμιοσύνη κι αντριεύει και θεριεύει». 
Γιατί, «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’τα ξένα βήματα, Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο». 
 Ευχαριστώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου