Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΔΙΟΝ - Το χρονικό των ανασκαφών (ιστορικό κείμενο της δεκαετίας του '80 από τον Καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή)

Η ταύτιση των αρχαίων ερειπίων κοντά στο χωριό Μαλαθριά της Πιερίας με την αρχαία μακεδονική πόλη του Δίου υπήρξε πάντα βέβαιη. Το όνομα του Δίου φαίνεται ότι δεν χάθηκε μετά την καταστροφή και εγκατάλειψη της πόλης στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια. Για τελευταία φορά αναφέρεται το Δίον από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, τον 10ο αι. Το ξαναβρίσκουμε, παραφθαρμένο όμως, να σημειώνεται στους χάρτες του 17ου και 18ου αι. Σταδιά, που είναι ασφαλώς ο πληθυντικός του «στο Δίον». Στις 21 Δεκεμβρίου του 1806, μια μέρα με εξαιρετική διαύγεια και αίθριο ουρανό, ο W.M. Leake, Άγγλος αξιωματικός και περιηγητής, ξεκινά από το Λιτόχωρο και φθάνει στο χωριό Μαλαθριά, τσιφλίκι τότε του Βελή-πασά. Κοντά στις πηγές και τα νερά ενός ποταμού ο Leake σημειώνει ότι αναγνώρισε ένα στάδιο, ένα θέατρο και κοντά του τα θεμέλια ενός μεγάλου κτηρίου, τα τείχη της πόλης και ένα τύμβο. Συνεχίζοντας γράφει στο βιβλίο του Travels in Northern Greece III, London 1835, σ. 410: «There can be no doubt that here stood the famous Dium, which, though not large, was one of the leading cities of Macedonia, and the great bulwork of its maritime frontier to the south». Έτσι το Δίον εισάγεται στην αρχαιολογική βιβλιογραφία του 19ου αι.  

Δύο φορές επισκέφτηκε το Δίον μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα, το 1855 και το 1861, ο Γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, ο οποίος δημοσιεύει μνημεία επιγραφικά του αρχαίου Δίου στο βιβλίο του Mission archeologique de Macedoine, Paris 1876, σ. 267 κ.ε. Ένα σημαντικό βήμα για τη γνώση των επιγραφικών μαρτυριών του Δίου γίνεται με τη δημοσίευση το 1915 από τον Γ. Π. Οικονόμο, τον πρώτο έφορο Αρχαιοτήτων στην απελευθερωμένη Μακεδονία, 52 επιγραφών από το Δίον (Γ.Π. Οικονόμος, Επιγραφαί της Μακεδονίας). 

Το χρονικό όμως των ανασκαφών του Δίου αρχίζει το 1928, όταν ο τότε Πρύτανης του νεοϊδρυμένου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης Γ. Σωτηριάδης (1926) αποφάσισε το ξεκίνημα της ανασκαφικής έρευνας, πιστεύοντας ότι ήταν ο τόπος που υποσχόταν πιο πολλά από κάθε άλλον στη Μακεδονία. 
Είχε όμως ο Σωτηριάδης και έναν άλλο λόγο γι' αυτή την επιλογή. Για πολλά χρόνια, αρχίζοντας το 1897, έκανε ανασκαφές στο Θέρμον της Αιτωλίας και το 1920 στη Δωδώνη της Ηπείρου. Περιλαμβάνοντας λοιπόν τώρα το Δίον στα ανασκαφικά του ενδιαφέροντα, συμπλήρωνε την τριάδα Θέρμον - Δωδώνη - Δίον, που σχετίζεται με τη δραματική αντιπαράθεση στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. ανάμεσα στο Φίλιππο V της Μακεδονίας και το κοινό των Αιτωλών. Στο Θέρμο ο Σωτηριάδης είχε αποκαλύψει τον ναό και τις στοές που περιγράφει ο Πολύβιος, στη Δωδώνη βρήκε ένα δωρικό ναό και στο Δίον φιλοδοξούσε να σκάψει το τέμενος του Ολυμπίου Διός και την πόλη του Δίου, της οποίας ο Τίτος Λίβιος επαινεί την οχύρωση, τα δημόσια κτήρια και το πλήθος των αγαλμάτων {Archaologisches Institut des Deutschen Reiches Bericht uber die 100 Jahrfeier v. 21 .-25 April 1929 in Berlin, σ. 276 κ.ε.). 

Οι εργασίες άρχισαν τον Μάιο του 1928 στο βόρειο άκρο της αρχαίας πόλης, στη θέση «Πόρτες», που δεν ήταν παρά η βόρεια πύλη στο πέρας του πλακοστρωμένου κεντρικού δρόμου του Δίου. Αυτός όμως ο δρόμος, που ο Σωτηριάδης τον ονομάζει ιερά οδό, δεν τον οδήγησε στο τέμενος του Διός, όπως περίμενε. Τα ευρήματα δεξιά και αριστερά από κατάστρωμα, στα σημεία που έκανε τομές, ήταν των αυτοκρατορικών χρόνων. "Άλλος τομέας της ανασκαφής ανοίχτηκε εντός του περιβόλου, στη θέση όπου σωροί λίθων και πλίνθων δημιουργούσαν ένα έντονο έξαρμα στην επίπεδη επιφάνεια του εδάφους. Το κτήριο που άρχισε να αποκαλύπτεται ήταν μια παλαιοχριστιανική βασιλική με δύο οικοδομικές φάσεις. Ελπίζοντας ότι στη θέση αυτή θα βρει παλαιότερα λείψανα, ενδεχομένως κάποιου αρχαίου ναού, ο Σωτηριάδης προχώρησε έως πέντε μέτρα βάθος, δίχως όμως θετικό αποτέλεσμα. Το στάδιο, το θέατρο, τα τείχη και ένα κτήριο με μεγάλους λίθους κοντά στο θέατρο υπήρξαν στόχοι μιας πρώτης έρευνας του ανασκαφέα. Τις συνθήκες εργασίας της πρώτης χρονιάς τις περιγράφει στην έκθεση του (ΠΑΕ 1928, ο. 81): 

«Ο ελώδης πυρετός είναι μέγα του τόπου κακόν από του Αυγούστου και του Ιουλίου μέχρι τέλους του φθινοπώρου. Καθ' όλον τον Ιούνιον ήδη και Ιούλιον παρείχον τακτικάς δόσεις κινίνης καθ' ημέραν εκ του ταμείου των ανασκαφών εις τους εργάτας και εις τας οικογενείας των προς αναστήλωσιν της υγείας των ή προς προφύλαξιν από του μιάσματος. Το αυτό εννοείται έκαμνα και εγώ ο ίδιος μετά του περί εμέ μικρού προσωπικού. Διά τους εργάτας, τους πλείστους ερχόμενους εκ μακρυνοτέρων χωρίων, δεν υπάρχει κατοικία. Όλοι διανυκτερεύουν εν υπαίθρω. Αι κατοικίαι των χωρικών της Μαλαθρίας είναι καλύβαι ισόγειοι με πλεκτούς κλάδους δένδρων επιχρισμένους με πηλόν, όσαι δεν είναι όλως αχύριναι. Οταν κτισθή μία μικρά αποθήκη κατάλληλος προς τοποθέτηση• και φύλαξιν των ευρημάτων της ανασκαφής, λιθόκτιστος ή πλινθόκτιστος και με οροφήν και στέγην, τότε θα έχη κατοικίαν και ο ενεργών τας ανασκαφάς και οι ξένοι εργάται». 

Το 1929, εκτός των πολυαρίθμων δοκιμών που έκανε ο Σωτηριάδης αναζητώντας κτίσματα και ευρήματα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, ανακάλυψε και ανέσκαψε ένα μακεδονικό τάφο με ιωνικό προθάλαμο και ευρύχωρο νεκρικό θάλαμο. 

«Εις τον τάφον τούτον κατέβηκα διά της οπής, την οποίαν ήνοιξαν εις την καμάραν άνωθεν οι αρχαίοι ήδη ως εικάζω τυμβωρύχοι, εκτοπίσαντες ένα μόνον λίθον της καμάρας. Ο σκελετός του νεκρού σώζεται, και μαρμάρινοι πλάκες της κλίνης αυτού ακοκεκυλισμέναι εκ του μνήματος. Το έδαφος όλον σκεπάζεται με εισρεύσαντα εκ της οπής χώματα. Οι τοίχοι σώζουν πολλά ίχνη του επιχρίσματος, με χρωματιστόν διάκοσμον. Η έξωθεν είσοδος με παραστάδας, και αέτωμα ίσως, μένει έτι κλεισμένη δι' αλλεπαλλήλων πλακών ογκωδεστάτων. Το άνοιγμα όμως αυτής προς έρευναν του θαλάμου του νεκρού είναι δύσκολον έργον και δαπανηρόν, διότι χρειάζεται έξωθεν να σκαφή τάφρος φέρουσα προς αυτήν, πλάτους ικανού, βάθους δε μέχρι πέντε παρά το κατώφλιον και μήκους 10 ή 12» (ΠΑΕ 1929, σ. 80). 

Την ίδια χρονιά έγιναν περιορισμένες ανασκαφικές αναζητήσεις στη μεγάλη δεξαμενή της δυτικής πύλης, στο λεγόμενο Σεβαστείο, στο ιδιωτικό σπίτι με την αίθουσα του αναβρυτηρίου, στους δρόμους, στα ανατολικά του θεάτρου και σ' ένα τύμβο στα νότια του αρχαιολογικού χώρου. Ερευνώντας και τη γύρω από το Δίον περιοχή ο Σωτηριάδης το 1930 παρατήρησε «δεκάδας τινάς κωνοειδών αθροισμάτων λίθων, εν μέρει ογκωδέστατων, καλυπτόντων τάφους αρχαίους» κοντά στη θέση Καστράκι, «παρ' αυτήν την ρίζαν του Ολύμπου» (ΠΑΕ 1939, 51). Πρόκειται για το νεκροταφείο των τύμβων του Αγίου Βασιλείου που η ανασκαφή του άρχισε το 1980. Η τρίτη ανασκαφική χρονιά στο Δίον αφιερώθηκε στην πλήρη αποκάλυψη και μελέτη του μακεδονικού τάφου. 

Το 1931 είναι ο τελευταίος χρόνος των ανασκαφών του Σωτηριάδη. Ο ανασκαφέας αντιμετωπίζει με επιτυχία ορισμένα από τα μεγάλα προβλήματα: πετυχαίνει να εξαιρεθεί το τμήμα γης που περιβάλλει τα τείχη από τη διανομή σε γεωργικούς κλήρους και να κατασκευαστεί το πρώτο κτίσμα που θα στεγάσει τα κινητά ευρήματα. Παραμένουν ωστόσο άλλες δυσκολίες. 

«Κατά τον τελευταίον τούτον χρόνον εκτίζετο αυτόθι δαπάνη του Υπουργείου Παιδείας υπό την επίβλεψιν μου το μικρόν τοπικόν Μουσείον προς διαφύλαξιν των ευρημάτων των ανασκαφών, αλλά και προς περισυλλογήν των πολυαρίθμων εκ του Δίον υπό των εγγύς χωρικών προς ιδιοτελείς οικοδομικούς σκοπούς εν εσχάτοις καιροίς συληθέντων αρχαίων λίθων, είτε μελών τούτων αρχιτεκτονικών είτε επιτύμβιων στηλών ενεπιγράφων, κοσμουμένων και υπό γλυπτών πολλάκις παραστάσεων αξιολόγων. Η σύλησις αύτη φορητών αντικειμένων και η αγρία καταστροφή των δυνατών και ωραίων τειχών του Δίου, χρονολογουμένων από της βασιλείας του μεγάλου αναμορφωτού Βασιλέως της Μακεδονίας Αρχελάου (414-399 προ Χρ.). έγινεν εν μέρει προ του 1912 ακόμη, αλλά και μετά το έτος δυστυχώς της ελευθερίας, υπό των χωρικών ιδίως του παρακειμένου χωρίου Καρίτσας. Οι αυτοί άνθρωποι συνεπικουρούντων και των ύπερθεν του χωρίου Μαλαθριάς, του νυν Δίου, ενιδρυμένων Σαρακατσαναίων, εξηκολούθησαν ατιμωρητί συλώντες και καταστρέφοντες τα αρχαία και κατά την τελευταίαν τετραετίαν των ανασκαφών. Από τους Καριτσιώτας μάλιστα δεν ευτύχησα ν' αποσπάσω ούτε όσα αποδεδειγμένως και μεμαρτυρημένως αφήρεσαν ούτοι απ' αυτού του πεδίου των ανασκαφών κατά την απουσίαν μου. Κατακρατούν δε ανέκαθεν και πάμπλειστα εις τας αυλάς και τας οικίας των μετακομισθέντα προ της ενάρξεως των ανασκαφών αρχαία, ενεπιγράφους πάλιν λίθους επιτυμβίους και γλυπτά. Ούτω εκ της καλύβης μιας κακόβουλου γραίας μόλις ηδυνήθην βία ν' αποσπάσω ένα ενεπίγραφον λίθον χρησιμεύοντα ως πλάκα της εστίας, επί της οποίας έκαιε το πυρ. Αλλά προς τελεσφόρον γενικωτέραν ενέργειαν παρά τοις χωρικοίς ανάγκη είναι ν' ασκηθή βία, η οποία μόνον των Αρχών του Κράτους έργον δύναται να είναι. Εν τούτοις παρά της χωροφυλακής και της Αστυνομίας έως τώρα δεν ίσχυσα να λάβω ποτέ καμμίαν απολύτως βοήθειαν. Η κατά τον Ιούνιον ανασκαφή συνέπιπτε προς την χειρίστην ώραν του έτους ένεκα των ολεθρίων ελωδών πυρετών του τόπου. ω Διά τούτο και αδύνατον εστάθη να παραταθή η εργασία περισσότερον χρόνον. Αλλά το θέρος και δι' άλλον λόγον ήτο ακατάλληλος προς αρχαιολογικάς έρευνας εποχή. Το Δίον αποτελεί επιφάνειαν επίπεδου τεχρακοσίων το πολύ στρεμμάτων, εξ ων μέρος μεν κατακλύζεται υπό των υδάτων του ποταμού χειμώνας τε και θέρους, άλλο δε μέρος είναι τόσον εμπεποτισμένον υπό των υδάτων του παρακειμένου έλους ώστε να αναβλύζουν ταύτα άφθονα, μόλις η σκαπάνη προχώρηση ήμισυ το πολύ μέτρον υπό το έδαφος ή και ολιγώτερον πολλαχού. Το δε λοιπόν καλλιεργήσιμον τμήμα κατείχετο πέρυσι άπαν υπό του πρωίμως εκεί αναπτυσσομένου αραβοσίτου, όπου εννοείται καμμία έρευνα δεν ήτο δυνατόν υπ' εμού να γίνη» (ΠΑΕ 1931, σ. 43 κ.ε.). 

Ύστερα από διακοπή 30 χρόνων, η ανασκαφή του Δίου ξανάρχισε με πρωτοβουλία του καθηγητή της κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γ. Μπακαλάκη. Στην πρώτη έκθεση της νέας περιόδου γράφει ο ανασκαφέας: 

«Είχον πάντοτε και έχω ακόμη και τώρα τας αμφιβολίας μου διά το εάν καλώς έπραξα και αντεστάθην εις τα πολλά εμπόδια, τα οποία συνήντησεν η πρότασίς μου να συνέχιση η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης την ανασκαφήν του Δίου, την οποίαν παλαιόν μέλος της, ο Γ. Σωτηριάδης. ήρχισε το πρώτον. Διότι η καταστροφή και η ερήμωσις είναι τόσον μεγάλη! Η επιμονή μου όμως δικαιώνεται ανά πάσαν στιγμήν, όταν ακόμη και εις αυτήν την περιοχήν, εις την μεγαλυτέραν γειτονικήν πόλιν μας, εις την Κατερίνην, συχνά μας ερωτούν με απορίαν "τι είναι το Δίον και κατά πού πέφτει;". Και αν ακόμη δεν κερδίσωμεν και πολλά πράγματα, αν δεν κερδίσωμεν τίποτε περισσότερον, από του να μάθουν οι Έλληνες, ότι το Δίον ήτο κάποτε μία αρχαία ελληνική πόλις, η ιερά μάλιστα πόλις των αρχαίων Μακεδόνων, πιστεύομεν ότι και τότε ακόμη αξίζει ο κόπος» (Α.Δ. 19, 1964, 344 -Χρονικά). 

Ο Γ. Μπακαλάκης ξεκίνησε συστηματικά αποτυπώνοντας σ' ένα τοπογραφικό χάρτη 1:500 όλα τα διάσπαρτα κτίσματα που ήταν ορατά. Βασικός ανασκαφικός στόχος υπήρξε η έρευνα του οχυρωματικού περιβόλου: η μορφή του, η κατασκευή του και οι οικοδομικές του φάσεις. Οι εργασίες εντοπίστηκαν στη νότια πλευρά, όπου έγινε και η αποκάλυψη του τείχους σε μήκος πολλών δεκάδων μέτρων. 

Για πρώτη φορά έγιναν παρατηρήσεις και συγκεντρώθηκαν δεδομένα, με βάση τα οποία το τείχος χρονολογείται στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. και οι επισκευές του στα χρόνια της όψιμης αρχαιότητας. Ένας άλλος στόχος της ανασκαφής ήταν αποκάλυψη του κτίσματος που βρισκόταν κάτω από ένα μεγάλο σωρό λίθων και πλίνθων, μερικές εκατοντάδες μέτρα νοτίως του οχυρωματικού περιβόλου. Γρήγορα έγινε σαφές ότι επρόκειτο για ένα θέατρο που κατασκευάστηκε στα αυτοκρατορικά χρόνια. Ασυνήθιστα έμπειρος ανασκαφέας ο Μπακαλάκης, έκανε παράλληλα συστηματική επιφανειακή έρευνα και περπάτησε αρχαιολογικά τη γύρω περιοχή. Ο σημερινός ανασκαφέας του Δίου χρωστά πολλά στη σοφία του δοκιμασμένου αρχαιολόγου, που η επιμονή του και η διαίσθηση του ξαναζωντάνεψαν την ανασκαφή του Δίου. Για δύο ανασκαφικές περιόδους ερεύνησε, παράλληλα με τον Γ. Μπακαλάκη, ο καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας Στ. Πελεκανίδης την Βασιλική εντός των τειχών. 

Το 1973 αρχίζει μια νέα περίοδος με διευθυντή των ανασκαφών τον καθηγητή της Αρχαιολογίας Δημ. Παντερμαλή. Οι ανασκαφικοί στόχοι ιεραρχήθηκαν ως εξής: Πρώτη θέση ενδιαφέροντος κατέλαβε η αναζήτηση των ιερών και η έρευνα της λατρείας. Ακολούθησε ο εντοπισμός και η αποκάλυψη δημοσίων κτηρίων και ιδιωτικών σπιτιών για να μείνει τελευταία η φροντίδα της ανασκαφής του νεκροταφείου. Παράλληλα με τους ερευνητικούς στόχους, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο διδακτικό χαρακτήρα των ανασκαφών, όπου ασκήθηκαν μερικές εκατοντάδες φοιτητών του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

Σταθμός στη δεκαετία που διανύουμε ήταν η ανέγερση του Μουσείου του Δίου, που εγκαινιάστηκε τον Οκτώβρη του 1983 από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος, εκτιμώντας τη σημασία των ευρημάτων, εφρόντισε προσωπικά για τη διάθεση των δημοσίων πόρων. 

Σε ικανοποιητικό βαθμό θεραπεύονται αυτή τη στιγμή οι ανάγκες για συντήρηση των ευρημάτων. Φιλοδοξία όμως του Πανεπιστημίου είναι να συμβάλει ουσιαστικά στον τομέα αυτόν ιδρύοντας ένα εργαστήριο με σύγχρονο εξοπλισμό. Παράλληλα, κάθε χρόνο καταβάλλεται ιδιαίτερη φροντίδα για την προστασία, συντήρηση και προβολή των αρχιτεκτονικών ερειπίων στον αρχαιολογικό χώρο. Εδώ δεν αρκεί μόνο η κάλυψη ή στέγαση. Απαραίτητη είναι η αντιπλημμυρική προστασία, ο συνεχής καθαρισμός των αυλάκων αποχετεύσεως των πηγαίων νερών και η εκβάθυνση της κοίτης του ποταμού, του οποίου η στάθμη επηρεάζει άμεσα όλο το ανατολικό τμήμα του ανασκαφικού χώρου. 

Δημήτρης Παντερμαλής 
Καθηγητής Αρχαιολογίας 

Πηγή: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ 
Ψηφιοποίηση κειμένου: MacedoniaHellenicLand.Eu

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου