Του Αντώνη Αναστασάκη
Μετά από τα επεισόδια έξω από το «Χυτήριο» βουλευτές επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για απαγόρευση της Χρυσής Αυγής. Σκοπός του άρθρου είναι να εξετάσει αυτό το ενδεχόμενο από νομική και ιδεολογικοπολιτική σκοπιά, αφού πρώτα εκτεθεί το ιστορικό προηγούμενο προσπάθειας απαγόρευσης κομμάτων στην Γερμανία.
i. Απαγορεύσεις στην Γερμανία
Λόγω του ιστορικού παρελθόντος της Γερμανίας και σε αντίθεση με το ελληνικό σύνταγμα που δεν περιλαμβάνει ανάλογη ρύθμιση, το γερμανικό σύνταγμα προβλέπει ρητά (άρθρο 21 παρ. 2 γερμ. Σ) την δυνατότητα να τεθεί κόμμα εκτός νόμου. Προϋπόθεση είναι η σχετική αίτηση από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο (Bundestag), το συμβούλιο που αποτελείται από τους απεσταλμένους των κρατιδίων (Bundesrat) ή την κεντρική κυβέρνηση (Bundesregierung) και η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, με την οποία αποφαίνεται ότι ένα κόμμα είναι αντισυνταγματικό, επειδή, «σύμφωνα με τις αρχές του ή την συμπεριφορά των οπαδών του, έχει σκοπό να βλάψει την φιλελεύθερη δημοκρατική συνταγματική τάξη ή να θέσει σε κίνδυνο την υπόσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».
Με βάση αυτή την διάταξη, από την έναρξη ισχύος του γερμανικού συντάγματος (1949) έως και σήμερα, έχουν τεθεί εκτός νόμου δύο κόμματα: το σοσιαλιστικό κόμμα του Ράιχ (1952), διάδοχο του εθνικοσοσιαλιστικού (ναζιστικού) κόμματος (NSDAP) και το κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας (1956).
Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του μέχρι πρότινος συνεργαζόμενου με την Χρυσή Αυγή εθνικοδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (NPD).
Το NPD ιδρύθηκε το 1964, αυτοχαρακτηρίζεται εθνικιστικό, από πολλούς τρίτους όμως θεωρείται φασιστικό, νεότερη εκδοχή του NSDAP. Μετά από μικρές επιτυχίες σε τοπικές εκλογές και μακρά περίοδο κρίσης, επανήλθε στην επιφάνεια εξ αφορμής της επανένωσης της Γερμανίας, εκμεταλλευόμενο κυρίως, την οικονομική υστέρηση επαρχιών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Πλέον εκπροσωπείται στα τοπικά κοινοβούλια της Σαξονίας και του Μεκλεμβούργου-Πομερανίας, υπολείπεται όμως κατά πολύ του εθνικού ορίου του 5%, που αποτελεί, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της Γερμανίας, όριο εισόδου στην ομοσπονδιακή βουλή.
Μετά την έκρηξη βόμβας το 2000 σε σιδηροδρομικό σταθμό που προκάλεσε τον σοβαρό τραυματισμό μεταναστών εβραϊκής και μουσουλμανικής καταγωγής, επεισόδιο που δεν εξιχνιάστηκε αλλά αποδόθηκε πολιτικά στο NPD, κινήθηκε η διαδικασία για την απαγόρευσή του με πρωτοβουλία και των τριών νομιμοποιούμενων από το Σύνταγμα (Bundestag, Bundesrat και Bundesregierung). Η σχετική αίτηση κατέληξε σε φιάσκο, αφού απορρίφθηκε πρόωρα το 2003 από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο δεν μπήκε καν στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Το ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε, ότι για την στοιχειοθέτηση των κατηγοριών κατά του NPD είχαν χρησιμοποιηθεί πράκτορες της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος, γεγονός που αποτελούσε αξεπέραστη διαδικαστική παρατυπία.
Με αφορμή δολοφονίες μεταναστών από εξτρεμιστές τον περασμένο χρόνο, η συζήτηση για εκ νέου κίνηση απαγόρευσης του NPD έχει ξανανοίξει. Οι πιθανότητες όμως επιτυχίας μιας νέας σχετικής αίτησης είναι μικρές, δεδομένης της δυσκολίας απόδοσης αντισυνταγματικών πράξεων στο NPD χωρίς την χρήση πρακτόρων, αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας μεταξύ απαγόρευσης – εκλογικής δύναμης του NPD, η επιρροή του οποίου είναι σε εθνικό επίπεδο μικρή.
ii. Το ελληνικό Σύνταγμα και η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές από τον Άρειο Πάγο
Στο ελληνικό Σύνταγμα προβλέπεται μόνο η εκούσια, όχι όμως και η αναγκαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων. Το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α’ Σ. ορίζει μεν, πως «η οργάνωση και δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», η διάταξη αυτή όμως, είναι ατελής, μιας και δεν προβλέπει οποιαδήποτε κύρωση, ακόμα και σε περίπτωση που η οργάνωση, δράση και λειτουργία τους δεν είναι στην πράξη δημοκρατική. Μάλιστα, η αναγκαστική διάλυση κόμματος θεωρείται ανεπίτρεπτη, ακόμα και αν αυτό διακηρύσσει πανηγυρικά ότι αποβλέπει στη βίαιη ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση δικτατορίας (μεταξύ άλλων, Αθανάσιος Ράικος 1989).
Ομοίως ατελέσφορη θα ήταν, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, και κάθε πιθανή προσπάθεια να εμποδιστεί η δυνατότητα συμμετοχής κόμματος στις εκλογές μέσω του Αρείου Πάγου. Για την χορήγηση άδειας λειτουργίας από το δικαστήριο αυτό, ο νόμος αρκείται σε απλή, τυπική «δήλωση νομιμοφροσύνης» από το αιτούμενο κόμμα (επανάληψη της φρασεολογίας του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. α’), χωρίς και πάλι να εξετάζεται η πραγματική τήρηση.
Τέλος, η παραπάνω ατελής ρύθμιση του Συντάγματος δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με την έκδοση απλού νόμου, μιας και κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε ρητή πρόβλεψη από το άρθρο 29 του Σ., η οποία, ωστόσο, απουσιάζει.
Έτσι, κάθε προσπάθεια απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα νομικά εμπόδια.
iii. Τα ιδεολογικοπολιτικά κωλύματα
Πέραν του νομικού αδιεξόδου, αλλά και του γερμανικού ιστορικού προηγούμενου, ιδεολογικοπολιτικά προσκόμματα φράσσουν ή θα έπρεπε να φράσσουν την προσπάθεια απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής, είτε εξ αριστερών, είτε εκ δεξιών.
Θεωρητικός πυρήνας της αριστερής ιδεολογίας και σαφές διακριτικό της χαρακτηριστικό είναι η απόλυτη αφοσίωσή της, ακόμα και σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλες, συνταγματικά αναγνωρισμένες αξίες, στην αρχή της ελευθερίας της έκφρασης και στην ανοχή της διαφορετικότητας. Η απαγόρευση ενός κόμματος ή η θέση του εκτός νόμου αποτελεί το σκληρότερο δυνατό κατασταλτικό μέτρο. Οδηγεί στην φίμωση ενός κόμματος, που στην προκειμένη περίπτωση, καλώς ή κακώς, έχει αξιόλογη καταγεγραμμένη εκλογική επιρροή και κοινοβουλευτική παρουσία. Από μια εξ αριστερών πρωτοβουλία απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής είναι λοιπόν, προφανές ότι θα αναδεικνυόταν μια εγγενής ιδεολογική σύγχυση και είναι πιθανόν να ενισχυόταν η άποψη κάποιων, ότι «τα άκρα» της Ελλάδας, από διαφορετικές αφετηρίες και για την επίτευξη διαφορετικών στόχων, χρησιμοποιούν συχνά παραπλήσιες μεθόδους. Περαιτέρω, θα προέκυπτε η «θυματοποίηση» μιας παράταξης, στην οποία ως τώρα οι επικριτές της αποδίδουν τον ρόλο του «θύτη». Και τα θύματα, ως γνωστόν, είναι συμπαθέστερα στο ελληνικό κοινό απ’ ό,τι οι θύτες.
Αλλά και μια εκ δεξιών κίνηση απαγόρευσης θα ήταν εξίσου πολιτικά και ιδεολογικά ακατανόητη. Έστω και αν θεωρήσουμε πως όλες οι κατηγορίες κατά της Χρυσής Αυγής ευσταθούν (ακόμα και σε περίπτωση πασιφανών παραβάσεων ισχύει το «ιερό» τεκμήριο της αθωότητας ως την ενδεχόμενη τελεσίδικη καταδίκη), ουδείς μπορεί να ισχυριστεί πως το 7% ή ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό (σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις) του ελληνικού λαού συνιστούν ακροδεξιοί, ρατσιστές και φασίστες. Λογικότερη θα ήταν η προσπάθεια της ελληνικής δεξιάς να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους αυτούς, να ενδιαφερθεί για τα προβλήματα και την λύση τους και να καρπωθεί τα εκλογικά οφέλη, μιας και με την πλειοψηφία των αυτών δεν την χωρίζει αξεπέραστο ιδεολογικό χάσμα. Αντίθετα, απόπειρα μετωπικής σύγκρουσης θα συνεπαγόταν, πιθανότατα, την περαιτέρω απομόνωση ενός εκλογικού σώματος που νιώθει ξεχασμένο και αβοήθητο από την κεντρική εξουσία, με αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Συνεπώς, η ιδέα εκκίνησης της διαδικασίας απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής, εκτός από νομικά ατελέσφορη, είναι και ιδεολογικοπολιτικά ακατανόητη. Οι πολέμιοί της είναι υποχρεωμένοι να περιορισθούν στην ηθική της αποδοκιμασία, στην καταγγελία των πιθανά (εξεταστέο από τη δικαιοσύνη) παράνομων επιμέρους δράσεών της, κυρίως όμως στην πολιτική αντιμετώπιση των πραγματικών αιτιών που επέφεραν την μεγέθυνσή της.
Ο Αντώνης Αναστασάκης είναι Δικηγόρος Αθηνών
Πηγή: ΥστερόγραφαΜε βάση αυτή την διάταξη, από την έναρξη ισχύος του γερμανικού συντάγματος (1949) έως και σήμερα, έχουν τεθεί εκτός νόμου δύο κόμματα: το σοσιαλιστικό κόμμα του Ράιχ (1952), διάδοχο του εθνικοσοσιαλιστικού (ναζιστικού) κόμματος (NSDAP) και το κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας (1956).
Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του μέχρι πρότινος συνεργαζόμενου με την Χρυσή Αυγή εθνικοδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (NPD).
Το NPD ιδρύθηκε το 1964, αυτοχαρακτηρίζεται εθνικιστικό, από πολλούς τρίτους όμως θεωρείται φασιστικό, νεότερη εκδοχή του NSDAP. Μετά από μικρές επιτυχίες σε τοπικές εκλογές και μακρά περίοδο κρίσης, επανήλθε στην επιφάνεια εξ αφορμής της επανένωσης της Γερμανίας, εκμεταλλευόμενο κυρίως, την οικονομική υστέρηση επαρχιών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Πλέον εκπροσωπείται στα τοπικά κοινοβούλια της Σαξονίας και του Μεκλεμβούργου-Πομερανίας, υπολείπεται όμως κατά πολύ του εθνικού ορίου του 5%, που αποτελεί, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της Γερμανίας, όριο εισόδου στην ομοσπονδιακή βουλή.
Μετά την έκρηξη βόμβας το 2000 σε σιδηροδρομικό σταθμό που προκάλεσε τον σοβαρό τραυματισμό μεταναστών εβραϊκής και μουσουλμανικής καταγωγής, επεισόδιο που δεν εξιχνιάστηκε αλλά αποδόθηκε πολιτικά στο NPD, κινήθηκε η διαδικασία για την απαγόρευσή του με πρωτοβουλία και των τριών νομιμοποιούμενων από το Σύνταγμα (Bundestag, Bundesrat και Bundesregierung). Η σχετική αίτηση κατέληξε σε φιάσκο, αφού απορρίφθηκε πρόωρα το 2003 από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο δεν μπήκε καν στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Το ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε, ότι για την στοιχειοθέτηση των κατηγοριών κατά του NPD είχαν χρησιμοποιηθεί πράκτορες της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος, γεγονός που αποτελούσε αξεπέραστη διαδικαστική παρατυπία.
Με αφορμή δολοφονίες μεταναστών από εξτρεμιστές τον περασμένο χρόνο, η συζήτηση για εκ νέου κίνηση απαγόρευσης του NPD έχει ξανανοίξει. Οι πιθανότητες όμως επιτυχίας μιας νέας σχετικής αίτησης είναι μικρές, δεδομένης της δυσκολίας απόδοσης αντισυνταγματικών πράξεων στο NPD χωρίς την χρήση πρακτόρων, αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας μεταξύ απαγόρευσης – εκλογικής δύναμης του NPD, η επιρροή του οποίου είναι σε εθνικό επίπεδο μικρή.
ii. Το ελληνικό Σύνταγμα και η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές από τον Άρειο Πάγο
Στο ελληνικό Σύνταγμα προβλέπεται μόνο η εκούσια, όχι όμως και η αναγκαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων. Το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α’ Σ. ορίζει μεν, πως «η οργάνωση και δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», η διάταξη αυτή όμως, είναι ατελής, μιας και δεν προβλέπει οποιαδήποτε κύρωση, ακόμα και σε περίπτωση που η οργάνωση, δράση και λειτουργία τους δεν είναι στην πράξη δημοκρατική. Μάλιστα, η αναγκαστική διάλυση κόμματος θεωρείται ανεπίτρεπτη, ακόμα και αν αυτό διακηρύσσει πανηγυρικά ότι αποβλέπει στη βίαιη ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση δικτατορίας (μεταξύ άλλων, Αθανάσιος Ράικος 1989).
Ομοίως ατελέσφορη θα ήταν, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, και κάθε πιθανή προσπάθεια να εμποδιστεί η δυνατότητα συμμετοχής κόμματος στις εκλογές μέσω του Αρείου Πάγου. Για την χορήγηση άδειας λειτουργίας από το δικαστήριο αυτό, ο νόμος αρκείται σε απλή, τυπική «δήλωση νομιμοφροσύνης» από το αιτούμενο κόμμα (επανάληψη της φρασεολογίας του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. α’), χωρίς και πάλι να εξετάζεται η πραγματική τήρηση.
Τέλος, η παραπάνω ατελής ρύθμιση του Συντάγματος δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με την έκδοση απλού νόμου, μιας και κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε ρητή πρόβλεψη από το άρθρο 29 του Σ., η οποία, ωστόσο, απουσιάζει.
Έτσι, κάθε προσπάθεια απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα νομικά εμπόδια.
iii. Τα ιδεολογικοπολιτικά κωλύματα
Πέραν του νομικού αδιεξόδου, αλλά και του γερμανικού ιστορικού προηγούμενου, ιδεολογικοπολιτικά προσκόμματα φράσσουν ή θα έπρεπε να φράσσουν την προσπάθεια απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής, είτε εξ αριστερών, είτε εκ δεξιών.
Θεωρητικός πυρήνας της αριστερής ιδεολογίας και σαφές διακριτικό της χαρακτηριστικό είναι η απόλυτη αφοσίωσή της, ακόμα και σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλες, συνταγματικά αναγνωρισμένες αξίες, στην αρχή της ελευθερίας της έκφρασης και στην ανοχή της διαφορετικότητας. Η απαγόρευση ενός κόμματος ή η θέση του εκτός νόμου αποτελεί το σκληρότερο δυνατό κατασταλτικό μέτρο. Οδηγεί στην φίμωση ενός κόμματος, που στην προκειμένη περίπτωση, καλώς ή κακώς, έχει αξιόλογη καταγεγραμμένη εκλογική επιρροή και κοινοβουλευτική παρουσία. Από μια εξ αριστερών πρωτοβουλία απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής είναι λοιπόν, προφανές ότι θα αναδεικνυόταν μια εγγενής ιδεολογική σύγχυση και είναι πιθανόν να ενισχυόταν η άποψη κάποιων, ότι «τα άκρα» της Ελλάδας, από διαφορετικές αφετηρίες και για την επίτευξη διαφορετικών στόχων, χρησιμοποιούν συχνά παραπλήσιες μεθόδους. Περαιτέρω, θα προέκυπτε η «θυματοποίηση» μιας παράταξης, στην οποία ως τώρα οι επικριτές της αποδίδουν τον ρόλο του «θύτη». Και τα θύματα, ως γνωστόν, είναι συμπαθέστερα στο ελληνικό κοινό απ’ ό,τι οι θύτες.
Αλλά και μια εκ δεξιών κίνηση απαγόρευσης θα ήταν εξίσου πολιτικά και ιδεολογικά ακατανόητη. Έστω και αν θεωρήσουμε πως όλες οι κατηγορίες κατά της Χρυσής Αυγής ευσταθούν (ακόμα και σε περίπτωση πασιφανών παραβάσεων ισχύει το «ιερό» τεκμήριο της αθωότητας ως την ενδεχόμενη τελεσίδικη καταδίκη), ουδείς μπορεί να ισχυριστεί πως το 7% ή ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό (σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις) του ελληνικού λαού συνιστούν ακροδεξιοί, ρατσιστές και φασίστες. Λογικότερη θα ήταν η προσπάθεια της ελληνικής δεξιάς να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους αυτούς, να ενδιαφερθεί για τα προβλήματα και την λύση τους και να καρπωθεί τα εκλογικά οφέλη, μιας και με την πλειοψηφία των αυτών δεν την χωρίζει αξεπέραστο ιδεολογικό χάσμα. Αντίθετα, απόπειρα μετωπικής σύγκρουσης θα συνεπαγόταν, πιθανότατα, την περαιτέρω απομόνωση ενός εκλογικού σώματος που νιώθει ξεχασμένο και αβοήθητο από την κεντρική εξουσία, με αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Συνεπώς, η ιδέα εκκίνησης της διαδικασίας απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής, εκτός από νομικά ατελέσφορη, είναι και ιδεολογικοπολιτικά ακατανόητη. Οι πολέμιοί της είναι υποχρεωμένοι να περιορισθούν στην ηθική της αποδοκιμασία, στην καταγγελία των πιθανά (εξεταστέο από τη δικαιοσύνη) παράνομων επιμέρους δράσεών της, κυρίως όμως στην πολιτική αντιμετώπιση των πραγματικών αιτιών που επέφεραν την μεγέθυνσή της.
Ο Αντώνης Αναστασάκης είναι Δικηγόρος Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου