Σύμφωνα με τους ειδικούς ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία ευνόησε την κάθοδο του ιού στη χώρα μας. Όχι στον πανικό, ναι στην ενημέρωση και εμβολιασμό όλων των οικόσιτων και αδέσποτων ζώων, συνιστούν ειδικοί επιστήμονες, με.... αφορμή την επανεμφάνιση του ιού της λύσσας στη χώρα μας μετά από 25 χρόνια. Ο ιός της λύσσας (το τελευταίο κρούσμα είχε καταγραφεί το 1987) εντοπίστηκε σε αλεπού στο Παλαιόκαστρο Κοζάνης στις 19 Οκτωβρίου, τονίζει το newsit.gr
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έχει ήδη ενημερώσει την ευρωπαϊκή επιτροπή, η οποία ζήτησε την εφαρμογή προγράμματος εμβολιασμού των αλεπούδων. Το πρόγραμμα θα είναι πολυετές, θα ξεκινήσει το 2013 και θα χρηματοδοτείται από την ΕΕ κατά 75%. Παράλληλα, έχουν δρομολογηθεί οι διαδικασίες εμβολιασμού των αδέσποτων ζώων και των ποιμενικών σκύλων στην Κοζάνη και τους όμορους νομούς.
Όπως είπε στο πλαίσιο της σημερινής συνέντευξης Τύπου της Ελληνικής Κτηνιατρικής Υπηρεσίας, ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας Βασίλης Κοντός, η κοιτίδα της λύσσας βρίσκεται στον Μέλανα Δρυμό και ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ευνόησε την κάθοδό της. «Υπολογίστηκε ότι η κάθοδός της άρχισε με ρυθμό 30 χλμ. ανά έτος», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε πως ο ιός προκαλεί θανατηφόρο λοίμωξη η οποία μεταδίδεται ανάμεσα στα άγρια, τα οικόσιτα ζώα και τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην εκρίζωση της λύσσας από τη χώρα μας είχε συμβάλει καθοριστικά η επί έτη επικήρυξη των αλεπούδων.
Ο ιός της λύσσας, όπως είπε ο καθηγητής ιολογίας και ιογενών νοσημάτων Χαράλαμπος Μπιλίνης «ανιχνεύεται συχνότερα σε αλεπούδες, ρακούν, κουνάβια, νυχτερίδες και άγριους σκύλους, που αποτελούν τις δεξαμενές του ιού». Στις γειτονικές χώρες, πλην της Τουρκίας, τα κρούσματα είναι ελάχιστα σε σκύλους. Μετά τα άγρια ζώα, τα περισσότερα εντοπίζονται σε γάτες, αγελάδες κ.α. Ως καθοριστική κρίνεται η συμβολή των κτηνοτρόφων και των κυνηγών, τους οποίους οι ειδικοί καλούν να εμβολιάσουν τους ποιμενικούς σκύλους αλλά και τους κυνηγετικούς, αντίστοιχα. Να σημειωθεί ότι οι κυνηγοί εμφανίζονται να αποφεύγουν να εμβολιάσουν τους σκύλους, επειδή υπήρχε η άποψη ότι επηρεάζεται η όσφρησή τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει.
Από την πλευρά του ο ιολόγος Κωνσταντίνος Κυριάκης σημείωσε πως για την πρόληψη της λύσσας στα οικόσιτα ζώα συντροφιάς, χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα αποτελεσματικά εμβόλια, επισημαίνοντας ότι ο εμβολιασμός των ζώων πρέπει να γίνει αποκλειστικά από κτηνίατρο.
Ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Αθήνας Αθανάσιος Τσακρής, είπε ότι ο ιός της λύσσας προκαλεί σοβαρή νευρική νόσο, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί, είναι θανατηφόρος μετά την έναρξη των κλινικών συμπτωμάτων. «Στη βιβλιογραφία είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις ανθρώπων που επέζησαν από λύσσα, χωρίς την έγκαιρη χορήγηση αντιλυσσικής αγωγής», τόνισε.
Τα τελευταία χρόνια, κρούσματα λύσσας καταγράφονται σε όλες τις χώρες με τις οποίες συνορεύει η Ελλάδα. Ο ιός ενδημεί στην άγρια πανίδα στην Αλβανία, την ΠΓΔΜ, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, ενώ καταγράφονται σποραδικά κρούσματα σε σκύλους αλλά κυρίως σε γάτες σε όλα τα Βαλκάνια.
Για τον λόγο αυτόν, όπως τονίζει ο κ. Σπύρος Ντουντούκακης, διευθυντής του Τμήματος Ζωοανθρωπονόσων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια πρόγραμμα επιτήρησης της λύσσας και από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η κατάσταση δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έχει ήδη ενημερώσει την ευρωπαϊκή επιτροπή, η οποία ζήτησε την εφαρμογή προγράμματος εμβολιασμού των αλεπούδων. Το πρόγραμμα θα είναι πολυετές, θα ξεκινήσει το 2013 και θα χρηματοδοτείται από την ΕΕ κατά 75%. Παράλληλα, έχουν δρομολογηθεί οι διαδικασίες εμβολιασμού των αδέσποτων ζώων και των ποιμενικών σκύλων στην Κοζάνη και τους όμορους νομούς.
Όπως είπε στο πλαίσιο της σημερινής συνέντευξης Τύπου της Ελληνικής Κτηνιατρικής Υπηρεσίας, ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας Βασίλης Κοντός, η κοιτίδα της λύσσας βρίσκεται στον Μέλανα Δρυμό και ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ευνόησε την κάθοδό της. «Υπολογίστηκε ότι η κάθοδός της άρχισε με ρυθμό 30 χλμ. ανά έτος», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε πως ο ιός προκαλεί θανατηφόρο λοίμωξη η οποία μεταδίδεται ανάμεσα στα άγρια, τα οικόσιτα ζώα και τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην εκρίζωση της λύσσας από τη χώρα μας είχε συμβάλει καθοριστικά η επί έτη επικήρυξη των αλεπούδων.
Ο ιός της λύσσας, όπως είπε ο καθηγητής ιολογίας και ιογενών νοσημάτων Χαράλαμπος Μπιλίνης «ανιχνεύεται συχνότερα σε αλεπούδες, ρακούν, κουνάβια, νυχτερίδες και άγριους σκύλους, που αποτελούν τις δεξαμενές του ιού». Στις γειτονικές χώρες, πλην της Τουρκίας, τα κρούσματα είναι ελάχιστα σε σκύλους. Μετά τα άγρια ζώα, τα περισσότερα εντοπίζονται σε γάτες, αγελάδες κ.α. Ως καθοριστική κρίνεται η συμβολή των κτηνοτρόφων και των κυνηγών, τους οποίους οι ειδικοί καλούν να εμβολιάσουν τους ποιμενικούς σκύλους αλλά και τους κυνηγετικούς, αντίστοιχα. Να σημειωθεί ότι οι κυνηγοί εμφανίζονται να αποφεύγουν να εμβολιάσουν τους σκύλους, επειδή υπήρχε η άποψη ότι επηρεάζεται η όσφρησή τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει.
Από την πλευρά του ο ιολόγος Κωνσταντίνος Κυριάκης σημείωσε πως για την πρόληψη της λύσσας στα οικόσιτα ζώα συντροφιάς, χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα αποτελεσματικά εμβόλια, επισημαίνοντας ότι ο εμβολιασμός των ζώων πρέπει να γίνει αποκλειστικά από κτηνίατρο.
Ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Αθήνας Αθανάσιος Τσακρής, είπε ότι ο ιός της λύσσας προκαλεί σοβαρή νευρική νόσο, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί, είναι θανατηφόρος μετά την έναρξη των κλινικών συμπτωμάτων. «Στη βιβλιογραφία είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις ανθρώπων που επέζησαν από λύσσα, χωρίς την έγκαιρη χορήγηση αντιλυσσικής αγωγής», τόνισε.
Τα τελευταία χρόνια, κρούσματα λύσσας καταγράφονται σε όλες τις χώρες με τις οποίες συνορεύει η Ελλάδα. Ο ιός ενδημεί στην άγρια πανίδα στην Αλβανία, την ΠΓΔΜ, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, ενώ καταγράφονται σποραδικά κρούσματα σε σκύλους αλλά κυρίως σε γάτες σε όλα τα Βαλκάνια.
Για τον λόγο αυτόν, όπως τονίζει ο κ. Σπύρος Ντουντούκακης, διευθυντής του Τμήματος Ζωοανθρωπονόσων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια πρόγραμμα επιτήρησης της λύσσας και από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η κατάσταση δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου